Παντοτινά...

Κάθησες στην σκουρόχρωμη μοκέτα σε στάση οκλαδόν, έκλεισες τα μάτια άγαλμα ήσουν, μαζί και περίτεχνη πιρουέτα η ελαφριά σιωπή, σαν γαλήνια σονάτα. Μου έδωσες όρκο ιερό, πως διάβαζες την νύχτα σαν να ήταν τα αστέρια μια τράπουλα ταρώ. Και εγώ σε ρώτησα, πόση ζωή ακόμα είχα, να 'χώ διπλή να σε χορτάσω, μπορώ? Άφησες ένα χαμόγελο κι έγινε πεταλούδα. Μου πες: την βλέπεις; για λίγο μόνο θα ζήσει... μα για τον έρωτα μας χίλια θα πει τραγούδια. Αγάπα με, όσο μπορείς κι ας ελάχιστα κρατήσει. Και άφησα ένα μου φιλί να γίνει στο λαιμό σου άφθαρτο περιδέραιο , μα κι απαλό σαν βλέμμα παντοτινά να με φοράς, παντοτινά δικός σου... σαν να μην ήρθα στη ζωή γι' άλλον σκοπό κανένα.