Μάτσου Πίτσου, λίμνη Τιτικάκα και η μνήμη ενός πολιτισμού
Όλγα Λαμπράκη: Αυτό που ακολουθεί δεν είναι ένα ακόμα ταξιδιωτικό ημερολόγιο, αλλά ένα προσωπικό μοίρασμα για ένα ταξίδι-όνειρο ζωής στο Περού, που ματαιώθηκε έπειτα από δέκα μήνες προετοιμασίας. Μα το ταξίδι δεν χάθηκε· σώθηκε μέσα στις σελίδες του βιβλίου «Ταξιδεύοντας στο τώρα των Ίνκας» του Νίκου Νιθυράκη, από τις εκδόσεις «Δωρικός». Πρόκειται για ένα περιηγητικό βιβλίο που ενώνει τη γεωγραφία με την προσωπική αναζήτηση. Εκεί, ένα δεύτερο εισιτήριο για το μονοπάτι των Άνδεων έγινε το αντίδοτο για να το περπατήσω. Ο συγγραφέας αφηγείται το δικό του ταξίδι στις Άνδεις κι εγώ, μέσα από τα μάτια του, φτάνω στην κοιλάδα του Κούσκο, εκεί όπου το 1110 μ.Χ. άκμασε ένας από τους μεγαλύτερους πολιτισμούς του κόσμου, ο πολιτισμός των Ίνκας. Έτσι, η αφήγησή του μετατρέπει την ανάγνωση σε βιωματική ανάγνωση για εκείνον που δεν κατάφερε να ζήσει το ταξίδι με το σώμα του. Το Κούσκο ήταν η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας και εκεί διέμεναν ο μονάρχης Ίνκας και η οικογένειά του. Στη γλώσσα των ιθαγενών του Περού η λέξη «Ίνκα» σημαίνει άρχοντας, δεσπότης και, γενικότερα, ευγενής.
Στο Κούσκο ήταν προγραμματισμένο να μείνουμε κι εμείς τρεις μέρες, ώστε να
προσαρμοστούμε καλύτερα στο υψόμετρο των 3.460 μέτρων, πριν από την ανάβασή μας
στο Μάτσου Πίτσου. Μέσα από τις λέξεις του συγγραφέα μοιραζόμαστε μαζί του την
περιήγηση της πόλης, με το γεωμετρικό σχήμα που θυμίζει σκακιέρα. Όλοι οι
δρόμοι, τα πλακόστρωτα σοκάκια και οι φαρδιές λεωφόροι διασταυρώνονταν
σχηματίζοντας ορθές γωνίες. Τα κτίρια ήταν άξια θαυμασμού, ενώ οι τεράστιες
ακανόνιστες πέτρες είχαν πελεκισθεί με τόση τέχνη, ώστε να δένονται μεταξύ τους
χωρίς το παραμικρό κενό. Οι κόκκινες στέγες, τα εντυπωσιακά χρώματα στους
τοίχους, η ποικιλία των λουλουδιών, τα ευμεγέθη αγγεία, ασημένια, χρυσά και
πήλινα, που στόλιζαν τις αυλές, χάριζαν μια ασύγκριτη ομορφιά σε αυτή τη
χαριτωμένη πόλη.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα «πάνω από τις πόρτες άπλωναν τέντες από δέρματα
ζώων, ώστε να σκιάζεται και να δροσίζεται η είσοδος του σπιτιού». Κάθε πρωί,
στο Κούσκο, έπρεπε να θυσιαστεί ένα λάμα, το πιο συνηθισμένο ζώο για τις
θυσίες, ως προσφορά στον θεό Ήλιο. Ο Ήλιος για τους Ινδιάνους ήταν ο ευεργέτης
της ζωής. Ο συγγραφέας αφηγείται ότι, στην επίσκεψή του στον μεγάλο Ναό του
Ήλιου, στο Κούσκο, ένιωσε να γίνεται θεατής σε ένα μεγαλοπρεπές και υπέρλαμπρο
θέαμα: «όλη η αψίδα της κύριας εισόδου ήταν διακοσμημένη με συμπλέγματα
γεωμετρικών σχημάτων, φιλοτεχνημένων από χρυσάφι και ασήμι.» Ο ναός αποτελείται
από πέντε αίθουσες, όπου οι παραστάσεις που κάλυπταν τους τοίχους συμβόλιζαν
τις ινδιάνικες αντιλήψεις: η Σελήνη, τα άστρα, το τεράστιο πούμα που
«καταβροχθίζει τον Ήλιο και τη Σελήνη συμβολίζοντας τις εκλείψεις των δύο αυτών
άστρων» το ουράνιο τόξο ως σύμβολο ελπίδας, ο κεραυνός, η βροντή ‒ όλα
συνέθεταν την κοσμογονική προσέγγιση των Ίνκας πάνω στο θέμα της ζωής. Το νερό
που μετέφεραν στην αυλή από τα υπόγεια κανάλια έτρεχε από πέντε χρυσές βρύσες
σε έναν μακρύ εξώστη, όπου υπήρχε ένας χρυσός κήπος. Εκεί όλα ήταν χρυσά: τα
λουλούδια, τα πουλιά, τα δέντρα, ακόμη και ο βοσκός, του οποίου η στάση του
σώματος εξέφραζε τον βαθύ σεβασμό του προς τον Ήλιο. Αυτή η αυλή είχε
προκαλέσει τον θαυμασμό των Ισπανών κατακτητών, οι οποίοι, στη θέα των χρυσών
και ασημένιων συμβόλων του ναού, άρπαξαν με ληστρικό τρόπο τα πάντα. Ο Ναός του
Ήλιου δεν υπάρχει πια· στη θέση του οι Ισπανοί ύψωσαν μια τεράστια καθολική
εκκλησία. Διαβάζοντας, ένιωσα κι εγώ το φως του Ήλιου να κυλά πάνω στις πέτρες
του ναού, να λάμπει στο πέρασμα του χρόνου και τον μονάρχη να υψώνει τα δύο
χρυσά κύπελα, προσφορά στον πατέρα Ήλιο, για να πιει.
Η επόμενη μέρα, σύμφωνα με το πρόγραμμά μας, ήταν αφιερωμένη στη λίμνη
Τιτικάκα. Η λίμνη ζωντάνεψε μέσα από τις λέξεις του συγγραφέα: «Πάνω στο νησί
υπήρχε μία ιερή πέτρα, προγενέστερη των Ίνκας, σε σχήμα ημισελήνου, της οποίας
το κυρτό μέρος σκέπαζαν οι Ινδιάνοι με ευλάβεια με ένα λεπτό ύφασμα, ενώ το
κοίλο με χρυσές πλάκες. Για τη Σελήνη υπήρχε επίσης ναός σε ένα άλλο μικρότερο
νησί της λίμνης». Είναι η υψηλότερη λίμνη της γης, στα 4.000 μέτρα, με βάθος
272 μέτρα. Μικρά ακρωτήρια, ψαρόβαρκες δεμένες στα βούρλα, χαμηλοί λοφίσκοι
πάνω στους οποίους είναι χτισμένοι μικροί οικισμοί ψαράδων που ζούσαν από το
ψάρεμα της πέστροφας, η οποία αφθονούσε στην περιοχή. Οι κοινότητες των Ούρος,
τα ξυπόλυτα παιδιά και τα καλαμωτά σπίτια, όλα τα απολάμβανα μέσα από την εμπειρία
του συγγραφέα.
Μετά την Τιτικάκα, το δικό μας πρόγραμμα προέβλεπε την αναχώρηση προς το
Μάτσου Πίτσου. Ο συγγραφέας περιγράφει την ανάβαση με το τρένο, τα βουνά να
ξεπροβάλλουν μέσα από την ομίχλη, σε ένα συνταρακτικό θέαμα σιωπηλών πέτρινων
κτιρίων με ατέλειωτα σκαλοπάτια, και το καταπράσινο, εύφορο οροπαίδιο όπου
ήσυχοι Ινδιάνοι έχουν κτίσει τις μικρές αγροικίες τους και εργάζονται ειρηνικά
στις μεγάλες εκτάσεις με φυτείες από πατάτες και καλαμπόκια.
Το Μάτσου Πίτσου υψώνεται στα 2.200 μέτρα. Η πόλη-φρούριο διέθετε πολλές
πεζούλες με άρτια χτισμένες πλευρές, που χρησίμευαν για διάφορες καλλιέργειες.
Γύρω από το μισογκρεμισμένο γιγάντιο τείχος προβάλλουν διάφορα κτίρια σε
σχετικά καλή κατάσταση. «Θαυμάζει κανείς την τελειότητα της κατασκευής, την
ακρίβεια στις αναλογίες, τον ρυθμό και την αρχιτεκτονική σύλληψη.» Τα
αυτοκρατορικά διαμερίσματα από τη μία, και από την άλλη τα κτίρια στέγασης των
ευγενών, των διανοουμένων και των συμβούλων· έπειτα τα κτίρια των βιομηχανικών
εγκαταστάσεων· το κτίριο όπου κάθονταν αξιωματούχοι και ιερείς παρακολουθώντας
τις τελετές· το θυσιαστήριο με την ανάγλυφη μορφή του κόνδορα, ο οποίος
συμβόλιζε τον Ήλιο, «γιατί ο Ινδιάνος είχε παρατηρήσει ότι το πουλί αυτό
μπορούσε να τον κοιτάζει κατάματα». Και, τέλος, το αστεροσκοπείο στο υψηλότερο
σημείο της κορυφής, με το ηλιακό ρολόι και τη μαρμάρινη πυξίδα. Όλα αυτά
δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό του μνημείου ως απερίγραπτου. Ταυτόχρονα αναδεικνύουν μια πολιτιστική κληρονομιά που παραμένει ζωντανή, παρά τις κατακτήσεις και την αποικιοκρατία.
Η τελευταία μας μέρα μέσα στο Κούσκο ήταν ελεύθερη για μια περιήγηση στα
σοκάκια και τις πλατείες της πόλης. Καθώς ακολουθούσα την περιγραφική ματιά του
συγγραφέα, συνάντησα τη μεγάλη λιθόστρωτη πλατεία, όπως ήταν την εποχή των
Ίνκας, μόνο που σήμερα, στο ίδιο σημείο, δεσπόζουν πέντε καθολικές εκκλησίες
που ύψωσαν οι Ισπανοί κατακτητές. Η αντίθεση ανάμεσα στον χαμένο ιερό χώρο των Ίνκας και τις εκκλησίες θυμίζει πόσο ευάλωτα είναι τα ιστορικά μνημεία απέναντι στην εξουσία. «Ήταν πολύ δύσκολο για τις φυλές των
Ινδιάνων, που ήταν δεμένοι με τη φύση και πίστευαν σε ορατές θεότητες, όπως ο
Ήλιος, να πιστέψουν σε έναν αόρατο Θεό.»
Μικρά μαγαζάκια με διάφορα σουβενίρ, πλεκτά από μαλλί λάμα, μπρούτζινα
αγαλματάκια αγνώστων θεοτήτων, δερμάτινες τσάντες, αλλά και καταστήματα γνωστά
ως «αγορές των μαγισσών», που ξυπνούν τον φόβο σε δεισιδαίμονες κληρονομικές
καταβολές, συνθέτουν ένα πολύχρωμο πολιτισμικό μωσαϊκό, που σε τίποτα δεν
θυμίζει τις βορειοαμερικανικές νοοτροπίες.
Η επιστροφή στη Λίμα ήταν η είσοδος σε έναν κόσμο όπου οι σελίδες του
Νιθυράκη ζωντάνευαν γύρω μου. Η πρωτεύουσα Λίμα, με τρία εκατομμύρια κατοίκους,
από τους οποίους το 60% είναι ιθαγενείς Ινδιάνοι, θεωρείται πνευματικό και
οικονομικό κέντρο του Περού. «Ένα μέρος της πόλης είναι σύγχρονο και το άλλο
διατηρεί την αποικιακή του όψη, με το κλασικό στυλ του 18ου αιώνα.» Πάρκα με
τροπικά δέντρα, πλατείες με φοινίκες, μεγάλα τουριστικά καταστήματα με
ποικιλίες ειδών, αλλά και φτωχοί Ινδιάνοι με απλωμένες τις πραμάτειες τους στα
πεζοδρόμια της Λίμας.
Το ταξίδι ολοκληρώνει το δικό μου φανταστικό ταξίδι, όσο και εκείνο του
βιβλίου. Μπορεί τα ταξίδια να μένουν ημιτελή, αλλά κάθε βιβλίο έχει τη δύναμη
να μας συνδέει με τόπους, στιγμές και ανθρώπους που ζουν μόνο στη φαντασία. Η ταξιδιωτική λογοτεχνία γίνεται έτσι ο ενδιάμεσος κόσμος ανάμεσα στην επιθυμία της διαδρομής και στην πραγματικότητα της ματαίωσής της. Το βιβλίο λειτουργεί ως νοητό ταξίδι που προετοιμάζει, χωρίς να αντικαθιστά, την πιθανότητα μιας μελλοντικής διαδρομής. Και
ίσως, κάποια στιγμή, το ταξίδι που ματαιώθηκε να βρει τα βήματά του προς τις
μυστηριακές πόλεις του Περού. Εκεί όπου όλα έχουν ψυχή και φανερώνονται σε μια
ιδιαίτερη γλώσσα· μια γλώσσα που, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται, οι Ίνκας
θεωρούσαν επικίνδυνη και περιορισμένη.
Δανείζομαι τα λόγια του Μάριο Βάργκας Λιόσα στο τελευταίο του βιβλίο «Σας αφιερώνω τη σιωπή μου»: «Οι Ίνκας δεν μάθαιναν στους υποτελείς τους να διαβάζουν, φοβούμενοι ότι στα βιβλία κρύβονταν οι σπόροι της εξέγερσης· διότι τα βιβλία και τα γραπτά κείμενα θεωρούνταν από τους κατέχοντες την εξουσία ανατρεπτικά και καταραμένα». Οι γνώσεις που φοβήθηκαν οι Ίνκας έγιναν το ταξίδι που εγώ πραγματοποίησα μέσα από ένα βιβλίο, το οποίο στάθηκε για μένα γέφυρα προς τον πολιτισμό τους.
0 Σχόλια
Σχολιάστε με πάθος!