Τι εννοούμε σήμερα όταν λέμε «ελευθερία»
1. Εισαγωγή: Η Ελευθερία που Νομίζαμε ότι Ξέραμε
Η λέξη «ελευθερία» ηχεί σχεδόν καθολικά θετικά. Τη συνδέουμε με την πρόοδο, τα δικαιώματα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Είναι ο στόχος κάθε κοινωνικού αγώνα και το ύψιστο ατομικό ιδανικό. Τι θα γινόταν όμως αν η κυρίαρχη, σύγχρονη αντίληψή μας για την ελευθερία ήταν όχι απλώς ελλιπής, αλλά η ίδια η πηγή μιας νέας μορφής δυσφορίας και αιχμαλωσίας;
Αυτό το άρθρο εξερευνά ακριβώς αυτή την ανατρεπτική ιδέα. Θα ταξιδέψουμε μέσα από τη φιλοσοφική σκέψη για να αποκαλύψουμε πέντε εκπληκτικές αλήθειες που αμφισβητούν όλα όσα θεωρούσαμε δεδομένα για την πραγματική φύση της ελευθερίας.
2. Πέντε Ανατρεπτικές Ιδέες για την Πραγματική Φύση της Ελευθερίας
2.1. Η «Θέληση για Δύναμη»: Η Ελευθερία που Γεννά τις Δικές της Αλυσίδες
Η κυρίαρχη ιδέα που έχουμε σήμερα για την ελευθερία έχει τις ρίζες της στην αστική κουλτούρα της Δυτικής Ευρώπης του 11ου αιώνα. Ορίζεται κυρίως ως «δυνατότητα επιλογής». Ο φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε, στο έργο του «Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα» του 1883, χρησιμοποίησε μια έκφραση που αποτυπώνει τέλεια αυτό το νόημα: η «θέληση για δύναμη». Η ελευθερία, υπό αυτό το πρίσμα, είναι η συνεχής επιδίωξη ισχύος και κυριαρχίας.
Εδώ βρίσκεται το μεγάλο παράδοξο. Αυτή η αντίληψη λειτούργησε ιστορικά ως ένα πανίσχυρο όπλο για τη διάλυση παλαιών, φεουδαρχικών μορφών καταπίεσης. Ωστόσο, επειδή η ουσία της παρέμεινε η επιδίωξη της δύναμης, μετατράπηκε αναπόφευκτα σε μια «μήτρα» που γέννησε νέες μορφές ανισότητας, εκμετάλλευσης και βίας, τρέφοντας έναν υπόγειο μηδενισμό που ακυρώνει τον ίδιο τον σκοπό της ελευθερίας. Αυτός ο φαύλος κύκλος οδήγησε σε ιδεολογίες όπως ο Μαρξισμός και ο Εθνικοσοσιαλισμός. Αν και αντιτάχθηκαν στην αστική ελευθερία, βασίστηκαν στην ίδια ακριβώς αρχή της κυριαρχίας, δημιουργώντας τελικά τις δικές τους, εξίσου καταπιεστικές, μορφές αιχμαλωσίας. Έτσι, η φαινομενική διεύρυνση της επιλογής κατέληξε συχνά σε λεπτές μορφές ετερονομίας.
2.2. Η Αληθινή Ελευθερία δεν είναι Κυριαρχία, αλλά Αποδοχή: Το “Amor Fati”
Ο ίδιος ο Νίτσε, όμως, πρότεινε μια διαφορετική, «ύψιστη μορφή» της θέλησης για δύναμη. Πρόκειται για μια μορφή που αποσυνδέεται πλήρως από τη φαντασίωση της κυριαρχίας πάνω στους άλλους ή πάνω στις περιστάσεις.
Για να την περιγράψει, χρησιμοποίησε τη λατινική φράση “amor fati”, που σημαίνει «η αγάπη του πεπρωμένου». Σε αυτή την εναλλακτική θεώρηση, το πραγματικό νόημα της ελευθερίας δεν βρίσκεται στον αέναο αγώνα για έλεγχο, αλλά στη συμφιλίωση με τον εαυτό μας και τη μοίρα μας, ανασυγκροτώντας την υποκειμενικότητα πέρα από την ψευδαίσθηση του απόλυτου ελέγχου. Δεν είναι μια μάχη, αλλά μια βαθιά αποδοχή. Με αυτόν τον τρόπο, το amor fati λειτουργεί ως αυθυπέρβαση του εγωκεντρισμού που συντηρεί την αγωνία της κυριαρχίας.
Το πραγματικό νόημα της ελευθερίας είναι αυτή η αγάπη του πεπρωμένου. Μια ελευθερία που δεν είναι θέληση για κυριαρχία, αλλά μια συμφιλίωση με τον εαυτό μας.
2.3. Ο Χάιντεγκερ και ο Ναζισμός: Μια Αναπάντεχη Κριτική στην Κυριαρχία
Η σύντομη σύνδεση του φιλοσόφου Μάρτιν Χάιντεγκερ με το ναζιστικό καθεστώς το 1933 είναι γνωστή. Ο ίδιος περιέγραψε αργότερα πώς «αιχμαλωτίστηκε από τη φαντασίωση» να γίνει ο φιλοσοφικός εκφραστής του κινήματος, προτού παραιτηθεί απογοητευμένος ήδη τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους. Ωστόσο, κατά έναν εξαιρετικά αντιφατικό τρόπο, ο πυρήνας της φιλοσοφίας του αποτελεί μια από τις βαθύτερες κριτικές στη «θέληση για δύναμη ως κυριαρχία» που τροφοδότησε τον ίδιο τον ναζισμό.
Στις πρώιμες παραδόσεις του με τίτλο «Φαινομενολογία της Θρησκευτικής Ζωής», ο Χάιντεγκερ αναλύει τη σκέψη του Αποστόλου Παύλου, ανοίγοντας ένα πεδίο πολιτικής θεολογίας όπου η δύναμη νοείται μέσα από την αδυναμία. Στρέφει την προσοχή του σε μια συγκεκριμένη φράση του Αποστόλου, «Ο καιρός είναι λίγος και εκείνοι που νομίζουν ότι κατέχουν, στην πραγματικότητα δεν κατέχουν», ανακαλύπτει ένα εντελώς διαφορετικό νόημα δύναμης και ελευθερίας. Για τον Χάιντεγκερ, η αληθινή δύναμη δεν βρίσκεται στην κυριαρχία, αλλά στη συμφιλίωση του ανθρώπου με την ίδια του την αδυναμία, την ασθένεια και το πεπερασμένο του χαρακτήρα του, κάτι που δεν ταυτίζεται με μια φορμαλιστική αυτονομία ως έλεγχο των συνθηκών. Έτσι, η φιλοσοφία του δεν ασκεί κριτική μόνο στην αστική ελευθερία, αλλά και στα μοντέλα του σοσιαλισμού και του εθνικοσοσιαλισμού, καθώς θεωρεί ότι όλες αυτές οι ιδεολογίες παραμένουν παγιδευμένες στην ίδια φαντασίωση της απόλυτης κυριαρχίας. Σε αυτό το επίπεδο, η ελευθερία είναι πρωτίστως οντολογική, δηλαδή τρόπος ύπαρξης μέσα στον χρόνο και όχι δικαίωμα κατοχής πάνω στα πράγματα.
2.4. Το «Τέλος της Ιστορίας» ήταν μια Ψευδαίσθηση
Μετά την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης στα τέλη της δεκαετίας του 1980, επικράτησε ένα αίσθημα θριάμβου για την αστική, φιλελεύθερη ελευθερία. Αυτή η αίσθηση αποτυπώθηκε εμβληματικά στο βιβλίο του Φράνσις Φουκουγιάμα «Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος» (1992). Η νίκη αυτή, όμως, αποδείχθηκε μια ψευδαίσθηση.
Ο λόγος ήταν απλός: το βαθύτερο αίσθημα δυσφορίας και καταπίεσης δεν εξαφανίστηκε, απλώς έλαβε νέες βιοπολιτικές μορφές που αναδιατάσσουν τα όρια ζωής και εξουσίας, δημιουργώντας νέες συγκρούσεις. Αυτή η ανεπίλυτη ένταση εκφράζεται σήμερα μέσα από σύγχρονα πολιτικά φαινόμενα. Από τη μία, ο «αριστερός λαϊκισμός» εστιάζει στις οικονομικές ανισότητες που γεννά το σύστημα. Από την άλλη, ο «δεξιός λαϊκισμός» επικεντρώνεται στην προστασία ταυτοτήτων και συνόρων από μια κυρίαρχη κουλτούρα που θεωρείται απειλητική. Παράλληλα, η αναζωπύρωση θρησκευτικών (π.χ. Ισλάμ, Χριστιανισμός στην Ανατολική Ευρώπη) και εθνικών ταυτοτήτων (π.χ. Ρωσία, Κίνα) αποτελεί μια ακόμη έκφραση αυτού του συνεχιζόμενου αγώνα.
2.5. Γιατί η Σύγχρονη Πολιτική Επιστήμη δεν Μπορεί να Αγγίξει τον Πυρήνα του Προβλήματος
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες εγκατέλειψαν το παλιό «εξελικτικό μοντέλο», το οποίο τοποθετούσε την αστική ελευθερία στην κορυφή μιας πυραμίδας. Υιοθέτησαν ένα «μεταμοντέρνο παράδειγμα», το οποίο αντιμετωπίζει τις διαφορετικές κουλτούρες ως ξεχωριστά «γλωσσικά παιχνίδια», στοχεύοντας στον διάλογο, τον σεβασμό των δικαιωμάτων και την καταπολέμηση της μισαλλοδοξίας.
Αυτή η προσέγγιση είναι αναμφίβολα πολύτιμη. Ωστόσο, δεν μπορεί να λύσει το θεμελιώδες πρόβλημα, διότι δεν αμφισβητεί τον ίδιο τον ορισμό της ελευθερίας ως «θέληση για δύναμη». Μια εναλλακτική είναι η ελευθερία ως μη κυριαρχία (non-domination), όπου το βάρος πέφτει στην αποτροπή της αυθαιρεσίας αντί για τη συσσώρευση ελέγχου. Σε αυτή τη γραμμή, η ρεπουμπλικανική ελευθερία ορίζει τον ελεύθερο ως εκείνον που δεν υπόκειται σε αυθαίρετη ισχύ, ακόμη και όταν δεν ασκείται φανερή καταπίεση. Αντίθετα, φιλοσοφίες όπως αυτές του Νίτσε και του Χάιντεγκερ δεν στοχεύουν απλώς στη διαχείριση, αλλά σε μια «βαθύτερη μεταμόρφωση, τόσο ατομική όσο και συλλογική». Προτείνουν ένα μονοπάτι που αμβλύνει την ίδια τη σύγκρουση εκ των έσω, αντί να διαπραγματεύεται απλώς τα εξωτερικά της συμπτώματα.
3. Συμπέρασμα: Ένα Μονοπάτι προς μια Βαθύτερη Ελευθερία
Το κεντρικό συμπέρασμα είναι σαφές: όσο η ελευθερία ορίζεται ως θέληση για δύναμη και κυριαρχία, είμαστε καταδικασμένοι σε έναν αέναο κύκλο δημιουργίας νέων μορφών αιχμαλωσίας. Αποδομούμε τις παλιές αλυσίδες μόνο και μόνο για να σφυρηλατήσουμε καινούργιες.
Υπάρχει, όμως, ένα εναλλακτικό μονοπάτι. Είναι ο δρόμος της συμφιλίωσης, της αποδοχής και μιας βαθύτερης κατανόησης της ελευθερίας, όπως αυτή που εκφράζεται μέσα από την ιδέα του amor fati, χωρίς παραίτηση από την ηθική ευθύνη. Ένας δρόμος που δεν εστιάζει στο τι μπορούμε να ελέγξουμε, αλλά στο πώς μπορούμε να αγαπήσουμε αυτό που είμαστε. Οι πρακτικές ελευθερίας καλλιεργούνται στην καθημερινότητα, στις σχέσεις και στους θεσμούς, εκεί όπου ορίζονται τα όρια της μη κυριαρχίας.
Μένει λοιπόν ένα ερώτημα για τον καθένα μας να το σκεφτεί: Τι θα γινόταν αν ο δρόμος προς μια αληθινά ελεύθερη κοινωνία δεν περνούσε μέσα από την αναζήτηση περισσότερης δύναμης, αλλά μέσα από τον ριζικό επαναπροσδιορισμό του τι σημαίνει να είσαι ελεύθερος;
0 Σχόλια
Σχολιάστε με πάθος!