να ζήσω λίγο
Κοιτάζω το ρολόι στον καρπό μου, την χειροπέδα του χρόνου. Ένα απρόθυμο κλειδί ο θάνατος. κάποτε θα χωθεί κι αυτό, κάποτε θα γυρίσει, θα ελευθερωθούμε, κάποτε. Παλάτι ο πόνος, ο μυϊκός, της σάρκας. όταν κλείνουν οι πόρτες τα χρυσά σκουριάζουν τα αγάλματα σκιαχτροποιούνται οι πλάκες βουρκιάζουν κι ο βασιλιάς ζητιανεύει μορφίνη. Δεν θα με σώσει ούτε η ανωνυμία κι αυτή έχει το δικό της όνομα. την όρισαν κι αυτήν. η αγιότητα γυρεύει να πάρει το ένα ρο από το αρρωστημένο. "Άσε και μένα να ζήσω λίγο" του λέω.