Το ζωντανό σπίτι
Πηγή: entropiaradio
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Μάιος 3.2017
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Μάιος 3.2017
Το σπίτι μου έχει έναν μακρύ τοίχο που κοιτά στα απέναντι σπίτια. Στις άκρες αυτού του τοίχου με κοιτούν δύο τετράγωνα παράθυρα, ένα σε κάθε μεριά. Το πάνω μισό τους έχει μια σιδεριά με πέντε όρθιες μαύρες μπάρες. Όποτε χώνω το κεφάλι μου από κάτω και κοιτώ τον στενό δρόμο, έρχονται στο μυαλό μου διάφορες εικόνες, όπως αυτή ενός μικροσκοπικού ανθρώπου που προσπαθεί να ξεγλιστρήσει μέσα από ένα μάτι και τα μισόκλειστα βλέφαρα αυτού του ματιού τον εμποδίζουν. Ή σαν η σιδεριά να μεταμορφώνεται σε λαιμητόμο, να πέφτει και να μου κόβει το κεφάλι. Ο κάδος ακριβώς από κάτω από το ένα παράθυρο μοιάζει να ανυπομονεί για κάτι τέτοιο. Στην μέση, ανάμεσα στα δυο παρατηρητικά μου παράθυρα υπάρχει το κρεβάτι μου, η κεφαλή του, έχει ξύσει τον σοβά του τοίχου στα σημεία όπου τοίχος και ξύλο ενώνονται. Έχω στρωμένη επάνω στο κρεβάτι μια κουβέρτα χρώματος, ελαφρώς σκούρου φούξια. Πότε – πότε μυρίζει η κλεισούρα μου επάνω της, σαν γλώσσα σε ένα ραμμένο στόμα. Την σκεπάζομαι χωρίς παράπονο και νιώθω σαν το λιοντάρι που γλείφει το σώμα του. Ύστερα με παίρνει ο ύπνος κι ονειρεύομαι πως το σπίτι μου είναι ένα ον, με το πρόσωπό του γυρισμένο προς τα μέσα, καταδικασμένο να κοιτά μόνο τον εαυτό του και να τον κοιμίζει στην γλώσσα του. Κάθε αδιατάρακτος ύπνος σκέφτομαι, είναι ένα μικρό ταξίδι στον χρόνο, κλείνεις τα μάτια, κοιμάσαι κι έχεις δώσει οχτώ ώρες ζωής για να αντέξεις τις υπόλοιπες δεκαέξι. Δεκαέξι ώρες ζωής που ανυπομονείς να περάσουν για να ζήσεις όπως ονειρεύεσαι στις οχτώ ώρες του ύπνου. Αυτές μου τις σκέψεις δεν τις εξομολογούμαι πουθενά βέβαια, ούτε καν σε εμένα, τις αφήνω να χουζουρεύουν και να τις παίρνει ένας γλυκά δραματικός ύπνος στην γλώσσα μου.
Γεμίζω την μπανιέρα μέχρι το χείλος της, το νερό που περισσεύει και χύνεται στο πάτωμα μόλις μπαίνω μέσα της και βυθίζομαι, μου υπενθυμίζει την ύπαρξή μου, τον χώρο που απασχολώ. Τα ξεχνώ αμέσως όμως, πριν προλάβει η ευθύνη τού «υπάρχω» να με καταβάλει. Καμιά φορά μου μιλά το νερό, έτσι ολόκληρο όπως με κυκλώνει, είναι σαν μάνα που δεν έχει πλακούντα. Μου σιγοτραγουδά και μου λέει ιστορίες για τις σάπιες σωληνώσεις του σπιτιού, για την χαλαρή βρύση της κουζίνας που το κάνει να πονά, τεμαχίζοντας το σταγόνα την σταγόνα. Για τα δάκρυά μου που ξέπλυνε πριν μερικά βράδια. Δεν με ρωτά ποτέ για τα δάκρυά μου, για τον λόγο που παράγονται. Όταν αναδύομαι μέσα από αυτό το διάφανο κι άχρωμο υδάτινο αίμα, καίω και κυλάω σαν τρομαχτική μα και άκακη λάβα. Αποφεύγω να κοιτάξω τα χέρια μου και δεν κοιτώ ούτε τον καθρέφτη για να χτενιστώ, μην όμοια έχει ζαρώσει με τις άκρες των δαχτύλων μου το πρόσωπό.
Εργάζομαι μέσα στο σπίτι μου, σε έναν υπολογιστή, κάθε που ανοίγω να δω τα νέα μου emails, μου έρχεται εκείνη η φαντασίωση πως είμαι κάποιος που ζει την εποχή που δεν υπήρχε τεχνολογία, ούτε ρεύμα, ούτε τηλέφωνο, μόνο σκέψη και ομιλία. Κάθε βράδυ λοιπόν αυτός ο άνθρωπος μια άλλης εποχής που είμαι όμως εγώ όπως είμαι σήμερα, τώρα, ανάβει ένα κερί, ανοίγει την πόρτα και στέκεται στο κατώφλι περιμένοντας κάτι. Περιμένει όσο τον κρατούν τα πόδια του και ανάβει το κερί του. Αρχίζει να ξημερώνει και κουράζεται και το κερί τρεμοπαίζει στο αεράκι της καινούριας ημέρας. Σκέφτεται πολλές φορές να μιλήσει στους περαστικούς που ξεκινούν από νωρίς για να δουλέψουν στα χωράφια τους. Σκέφτεται να τους χαιρετίσει να μάθει τα νέα τους, να ανταλλάξει μια κουβέντα. Μα τότε σαν το σπίτι του να ζωντανεύει, η πόρτα ξεκινά να κλείνει μόνη της, εκείνος υποχωρεί στο εσωτερικό, το κερί σβήνει, τα πόδια του δεν τον κρατούν, το κλινοσκέπασμά του τραβιέται και τον καλεί σε έναν δραματικά γλυκό ύπνο.
Γεμίζω την μπανιέρα μέχρι το χείλος της, το νερό που περισσεύει και χύνεται στο πάτωμα μόλις μπαίνω μέσα της και βυθίζομαι, μου υπενθυμίζει την ύπαρξή μου, τον χώρο που απασχολώ. Τα ξεχνώ αμέσως όμως, πριν προλάβει η ευθύνη τού «υπάρχω» να με καταβάλει. Καμιά φορά μου μιλά το νερό, έτσι ολόκληρο όπως με κυκλώνει, είναι σαν μάνα που δεν έχει πλακούντα. Μου σιγοτραγουδά και μου λέει ιστορίες για τις σάπιες σωληνώσεις του σπιτιού, για την χαλαρή βρύση της κουζίνας που το κάνει να πονά, τεμαχίζοντας το σταγόνα την σταγόνα. Για τα δάκρυά μου που ξέπλυνε πριν μερικά βράδια. Δεν με ρωτά ποτέ για τα δάκρυά μου, για τον λόγο που παράγονται. Όταν αναδύομαι μέσα από αυτό το διάφανο κι άχρωμο υδάτινο αίμα, καίω και κυλάω σαν τρομαχτική μα και άκακη λάβα. Αποφεύγω να κοιτάξω τα χέρια μου και δεν κοιτώ ούτε τον καθρέφτη για να χτενιστώ, μην όμοια έχει ζαρώσει με τις άκρες των δαχτύλων μου το πρόσωπό.
Εργάζομαι μέσα στο σπίτι μου, σε έναν υπολογιστή, κάθε που ανοίγω να δω τα νέα μου emails, μου έρχεται εκείνη η φαντασίωση πως είμαι κάποιος που ζει την εποχή που δεν υπήρχε τεχνολογία, ούτε ρεύμα, ούτε τηλέφωνο, μόνο σκέψη και ομιλία. Κάθε βράδυ λοιπόν αυτός ο άνθρωπος μια άλλης εποχής που είμαι όμως εγώ όπως είμαι σήμερα, τώρα, ανάβει ένα κερί, ανοίγει την πόρτα και στέκεται στο κατώφλι περιμένοντας κάτι. Περιμένει όσο τον κρατούν τα πόδια του και ανάβει το κερί του. Αρχίζει να ξημερώνει και κουράζεται και το κερί τρεμοπαίζει στο αεράκι της καινούριας ημέρας. Σκέφτεται πολλές φορές να μιλήσει στους περαστικούς που ξεκινούν από νωρίς για να δουλέψουν στα χωράφια τους. Σκέφτεται να τους χαιρετίσει να μάθει τα νέα τους, να ανταλλάξει μια κουβέντα. Μα τότε σαν το σπίτι του να ζωντανεύει, η πόρτα ξεκινά να κλείνει μόνη της, εκείνος υποχωρεί στο εσωτερικό, το κερί σβήνει, τα πόδια του δεν τον κρατούν, το κλινοσκέπασμά του τραβιέται και τον καλεί σε έναν δραματικά γλυκό ύπνο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε με πάθος!