Ο Ποιητής
Κάθομαι στο παρακμιακό, γεμάτο τσίκνα εστιατόριο που τρώω κάθε μέρα 2 χρόνια τώρα, την ίδια ώρα πάντα, δεν θα σας την πω την ώρα, ούτε θα δώσω στοιχεία για την τοποθεσία αυτού του μέρους. Ο λόγος είναι γιατί αφού τελειώσετε με το διάβασμα αυτής μου της διήγησης, θα θελήσετε να το επισκεφτείτε μα εγώ δεν έχω καμιά όρεξη για συναντήσεις με περίεργους αγνώστους που θα με πρήζουν με τις αδιάκριτές τους ερωτήσεις για τον ποιητή.
Η ημέρα ήταν Τρίτη, όπως κάθε Τρίτη παράγγελνα τηγανητά αυγά, και ένα μπιφτέκι χωρίς πατάτες, μαζί με μια μπύρα. Τα μάτια των αυγών μου με κοιτούσαν έτσι όπως τεμάχιζα κι άλεθα το κρέας μες το στόμα μου, ενώ με την σκέψη μου ήδη τα μασούσα και αυτά. Άλλο ένα βλέμμα όμως ένιωσα να με παρακολουθεί και μάλιστα με έναν ξεδιάντροπο τρόπο. Ήταν από το αντικρινό μου τραπέζι. Εκεί καθόταν ένας ασπρομάλλης κύριος, που δεν έλεγε να σταματήσει να με κοιτά μέσα από κάτι χοντρά μαύρα γυαλιά που καρφωνόντουσαν στους κροτάφους του, ενώ το κεφάλι του ήταν σαν να ήταν κολλημένο στην ζιβάγκο μπλούζα.
Συνέχισα το άγαρμπό μου μασούλημα, τους βρυχηθμούς της λαιμαργίας, το ρέψιμο μετά από κάθε γουλιά μπύρας που ποτέ δεν έβαζα σε ποτήρι. Αυτός ατάραχος, λες και με κοιτούσε μια αφίσα φυσικών διαστάσεων με φλέβες και βλέφαρα που ανοιγοκλείνουν. Έφερα μπροστά μου το πιάτο με τα αυγά, το κάρφωμα του πιρουνιού μου είχε γίνει νευρικό, με την μπουκιά έτοιμη, μπροστά στο ακόρεστό μου στόμα, τον κοίταξα, αυτός απότομα έσκυψε στο τραπέζι του κι άρχισε να γράφει! Έμεινα σαστισμένος με το στόμα ανοιχτό. Με ξανακοίταξε στιγμιαία κι ύστερα συνέχισε να γράφει. «Τι διάολο! Για ‘μένα γράφει;» σκέφτηκα. Τον είδα να σκίζει την σελίδα από το μπλοκάκι του, να ανάβει τον αναπτήρα του και να της βάζει φωτιά, αφήνοντας το χαρτί επιδεικτικά να καίγεται στο ασημένιο τασάκι. Για τις επόμενες 2 ώρες δεν ξανάβαλα μπουκιά στο στόμα και αυτός δεν μου έριξε ούτε μια ματιά, το ξέρω γιατί τον κοιτούσα εγώ όλη αυτήν την ώρα. Είχα γίνει εγώ η ζωντανή αφίσα τώρα. Τον παρατηρούσα, κοιτούσε πια την σερβιτόρα όπως ακριβώς έκανε και με εμένα, με το βλέμμα του μαγνητισμένο, λες και την θαύμαζε, δεν ξέρω πώς το έκανε αυτό, εγώ δεν άντεχα ούτε ένα λεπτό να την κοιτάω με αυτά τα ασουλούπωτα ρούχα της, άβαφη, με τα μαλλιά της πιασμένα κότσο, λιγδιασμένα και τα προγούλια και τα κρέατά της που έμοιαζαν να κάνουν κούνια κρεμασμένα από το σαγόνι και τα μπράτσα της. Όταν σταμάτησε να την κοιτά, κάτι έγραψε, της έριξε άλλη μια ματιά, ξαναέγραψε κι ύστερα του έβαλε φωτιά. «Γιατί τα καίει; Τι γράφει; Γιατί δεν με κοίταξε άλλο»; Η περιέργειά μου με έτρωγε σαν να ‘χε στόμα κι εγώ αυτή τη φορά να ήμουν το λιπαρό μπιφτέκι.
Αυτό συνεχίστηκε για πολλές ημέρες, πάντα με τον ίδιο τρόπο και σειρά, κοίταγε, έγραφε, κοίταγε λιγάκι ακόμη, έγραφε πάλι και μετά όλα στάχτη. Έβλεπε εμένα, την σερβιτόρα, τα παιδιά έξω στον δρόμο που έβριζαν παίζοντας μπάλα και όταν πρόσεχαν ότι ένας γέρος μέσα από το εστιατόριο τα έβλεπε για ώρα, μαζεύονταν μπροστά του και με την βρώμικη τζαμαρία μόνο να τα χωρίζει από αυτόν, τον έφτυναν και του έκαναν την χειρονομία του κωλοδάχτυλου, χωρίς ποτέ εκείνος να δυσανασχετεί.
Δεν ξέρω τι με εμπόδιζε να του μιλήσω, μα μετά από δύο μήνες περίπου, πήρα το ποτήρι με την μπύρα μου και κάθισα στο τραπέζι του. Το φλιτζάνι με τον καφέ του ήταν γεμάτο, σήμερα δεν είχε πιει γουλιά, το τασάκι ήταν άδειο. Τον ρώτησα με μια απόγνωση στα λόγια μου, τι επάγγελμα κάνει, τι γράφει κι ύστερα το καίει; Μου είπε με μια σθεναρή φωνή, αταίριαστη με τις τόσες ρυτίδες του: «Είμαι ποιητής και αυτά που γράφω και ύστερα τα καίω, είναι τα ποιήματά μου», «Τα ποιήματά σου; Και… και πώς.. δηλαδή θέλω να πω, γιατί καις τα ποιήματά σου; Οι ποιητές τα βγάζουν σε βιβλία τα ποιήματά τους!» του είπα με μια ταχυκαρδία, σαν να περίμενα να ακούσω το μεγάλο μυστικό του κόσμου. «Μα είναι απλό» μου είπε, «Τα ποιήματά μου είναι τόσο απελπισμένα, τόσο μόνα, τόσο θλιβερά, δεν αντέχουν το βάρος που κουβαλούν. Τα ποιήματά μου είναι νεκρά, παίρνουν στην στάχτη τους τον πόνο». Ύστερα, χωρίς να πει τίποτε άλλο, σηκώθηκε χωρίς προειδοποίηση και έφυγε.
Δεν τον ξανάδε κανείς από τότε, εγώ έμεινα καθισμένος, ήπια μια γουλιά μπύρας από το ποτήρι μου, έβαλα την μισάνοιχτή μου γροθιά μπροστά στα χείλη, ρεύτηκα αθόρυβα, παρακολουθούσα μέσα από την σχεδόν αόρατη τζαμαρία, τον ποιητή να φεύγει, τα παιδιά να τον αποχαιρετούν με ευγενικό τρόπο. Έκανα νόημα στην σερβιτόρα, έμοιαζε όμορφη τελευταία, περιποιημένη, μύριζε γιασεμί και μου χαμογέλασε γλυκά. Με ρώτησε πότε έφυγε ο καλός κυριούλης, της είπα « Δεν ήταν κυριούλης, ήταν ποιητής» και την ρώτησα τι ώρα σχολά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε με πάθος!