Ο Μποξέρ

Πηγή: entropiaradio
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Φεβρουάριος 17.2018


Εξουθενωμένος καθόταν στον ξύλινο πάγκο. Οι κλειδώσεις των δαχτύλων με δυσκολία ανοιγόκλειναν, ήταν σαν να γρονθοκοπούσε τσιμέντο χτυπώντας το σώμα του άλλου. Το μάτι του είχε πρηστεί, σε αντίθεση με το σούφρωμα της υπερηφάνειας του. Ήταν μόνος και ήταν ξανά ο χαμένος. Ο αέρας, ο τοίχος, η λάμπα, όλα ανυπόφορα, ακόμη και την κρεμασμένη πετσέτα στο σβέρκο του, βαριά σαν αλυσίδα την ένιωθε. Άκουγε απ’ έξω τα γιουχαΐσματα όσων πόνταραν επάνω του και έχασαν. Αυτή η ήττα τον είχε πειράξει περισσότερο από κάθε άλλη, ίσως ήταν σαν εκείνη την μικροσκοπική στάλα που ξέρει πως πέφτοντας θα ξεχειλίσει τον κουβά κι όμως ανελέητη χύνεται. Δεν τον έδειρε ποτέ ο μπαμπάς του, ούτε η μαμά του αδιαφόρησε ποτέ γι’ αυτόν. Είχε βγει με όμορφες γυναίκες, είχε χρήματα, μερικούς φίλους, τι γύρευε σε αυτά τα καταγώγια; Να χτυπιέται με μπράβους και να αποχωρεί συνήθως αποτυχημένος, με ταρακουνημένα δόντια και πονεμένα πλευρά.

Κάποιος του χτύπησε την πόρτα. «Φύγε»! Φώναξε. Ο κάποιος επέμεινε, δεν πήρε απάντηση και μπήκε, ήταν το τσιμέντο. «Σκατά…» μουρμούρισε ο μποξέρ και σηκώθηκε όρθιος νιώθοντας την αδρεναλίνη να τον νεκρανασταίνει. Έπρεπε να δείχνει ατρόμητος ενώ τρεμούλιαζε εντός του. Είδε με απορία τον τσιμεντένιο να ανοίγει την παλάμη του και να αφήνει ένα μικρό χαρτί στην άλλη άκρη του πάγκου, «Αν δεν σε πόνεσα πολύ, έλα απόψε για ένα ποτό σπίτι μου, θα σε αφήσω να νικήσεις…» είπε και του έκλεισε το μάτι φεύγοντας. Πέρασαν δύο λεπτά ακινησίας κι ο μποξέρ άρχισε να κλαίει απελπιστικά κι εξαγνισμένα. Ο τσιμεντένιος είχε γίνει απαλός σαν πάνινος κι εκείνος κατάλαβε γιατί για χρόνια χτυπιότανε χτυπώντας.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κύκνειο άσμα...

- Έκθεση -

- Αμαρτωλάγιες σκέψεις -

- Τιποτένιο ποίημα -

Εμφάνεια - Ποιητική Συλλογή (ανθολογήσεις, κριτικές)