Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2015

Άρρωστο Νερό

Εικόνα

Ο Χορός των Σκιών

Εικόνα

Η Μπαλαρίνα

Εικόνα

Άλλη μια Γουλιά

Εικόνα

Η Πεταλούδα

Εικόνα

Μοιάζει ο Αέρας

Εικόνα

Χελιδόνια

Εικόνα

Ελεύθερος

Εικόνα

Κοιτάζω πιο πέρα

Εικόνα

Άλλη Ζωή

Εικόνα

- Θέλω ο δρόμος μου -

Θέλω ο δρόμος μου να έχει κατηφόρες απότομες σαν τους γκρεμούς κι άγριες να ρίχνει όσο προχωράω μπόρες να 'χει κακοτοπιές, σοκάκια δύσβατα στροφές, λακούβες και ανηφοριές να χτυπήσω να γεμίσω εκδορές χώμα να μπει μέσα στα μαλλιά μου Τα ρούχα μου να βρωμίσουν, να σκιστούν Να πέσω σε αδίστακτους ληστές σκυλιά να μου ριχτούν να με ξεσκίσουν ας τα αμολύσουν ατάϊστα ξωπίσω μου να σκαρφαλώσω, να πέσω να σηκωθώ με μελανιές, με ουλές, να μολυνθώ κι αφόρητο πόνο να νιώσει η καρδιά μου Κι όταν φτάσουμε όλοι στο τέρμα μπροστά σε όλους κι εγώ θα γδυθώ πως όσα έζησα τα επέλεξα θα πω και θα τους δείξω το γυμνό μου δέρμα

Σαν Εσένα

Εικόνα

- Εγώ από 'σένα πρώτος -

Σκέψεις όμορφες, χαρακιές βαθιές μέσα στις κατάσφιχτές μου τις γροθιές βρίσκεστε ανείπωτες, τσαλακωμένες, μόνες, το στόμα μου δεν βρήκε στάλα τόλμη να σου τις πει πριν κάμποσους χειμώνες Λουλούδια δροσερά φρεσκοκομμένα χέρι συμπονετικό δε βρέθηκε κανένα στο γεμάτο με νερό, βάζο να σας βάλει λίγο να ζούσε η μυρωδιά σας ακόμη για μέρες, γλυκιά να μου 'φερνε ζάλη Στολίδια αστραφτερά που λαμποκοπούν σ' ετούτη τη γιορτή δεν θα σας δουν μήτε 'γώ που βλέφαρα κράτησα σφαλιστά, από της λήθης και της λησμονιάς τη σκόνη σβήσατε σαν άνοιξα, τα μάτια τα κλειστά Σύννεφα ακίνητα, αδειανά από στάλες ψηλά σταθήκατε σαν ανοιχτές βεντάλιες βορράς δε σας διέλυσε, δε σας πήρε νότος κάτω από τ' ουρανού, το σκέπασμα το γκρι σε φίλησα και έφυγα εγώ από 'σένα πρώτος

- Κάθε βράδυ 00:00 με 03:30 -

Κάθε βράδυ στις 00:00 ο φύλακας κάνει την τελευταία βόλτα, στρέφει επάνω μου τον φακό του, κοιτά αν κοιμάμαι κι αν είναι κλειδωμένη η πόρτα. Κάθε βράδυ στις 00:20 βγάζω έναν χειροποίητο μικρό σουγιά, τον έφτιαξα μόνος μου και τον φωνάζω συνείδηση, με αυτόν  στο μυαλό μου σκάβω. Ολη την μέρα μου φέρονται όπως σε σκλάβο με κοιτούν από τις κάμερες, με ελέγχουν μέσα από κωδικούς και barcodes. Μα το βράδυ στις 00:21 ξεκινά η μεγάλη μου απόδραση! αργά και μεθοδικά σκαλίζω την ψυχή μου! Κάποιοι που κατάφεραν να το σκάσουν μου είπαν για ένα μικρό και πανέμορφο νησί Το νησί της Ελευθερίας! "Τι όμορφο όνομα" σκέφτηκα! Εκεί μου είπαν, μπορείς να λες την γνώμη σου, να ντύνεσαι όπως θες, να είσαι ο ευατός σου, να αγαπάς όποιον θες, να είσαι περήφανος γι αυτό που είσαι χωρίς Φόβο! Κατά τη 01:30 κάνω ένα διάλλειμα, κουράζομαι πια εύκολα, είναι κι αυτό το τσουβάλι που έχουν ράψει στην πλάτη μου και κάθε μέρα προσθέτουν μέσα κι άλλη άμμο. Στα υπόγεια της φυλακής υπάρχουν

Άγρυπνο Κώμα

Εικόνα

Ανίκητη Πάλη

Δεν έχω ανάσα άλλη να σου δώσω δύναμη περίσσια να προστάξεις κέλυφος ψάχνω, κάπου να τρυπώσω πριν στα μάτια μέσα με κοιτάξεις Δεν ξέρω από αγάπη για να νιώσω με λόγια μόνο κόσμους χτίζω προσωπείο φορώ, να σε τυφλώσω την ασχήμια μου μη δεις όταν λυγίζω Δεν έχω άλλον τρόπο να με σώσω κάθε σκιά εσένα μου προβάλλει κλουβί η μοναξιά, θα με κλειδώσω μακριά σου το να ζω, ανίκητη πάλη

Το Παραμύθι

Μάτια μου, θλιμμένα μη με κοιτάτε μη με λυπάστε απλώς προσπεράστε Όνειρα απαγορευμένα πόσο διψάτε κάποτε αναμνήσεις όμορφες να 'στε Χνάρια μου μόνα για πού περπατάτε Χωρίς εμένα σε ποιου ταξίδι πάτε; φωνές με πονάτε, μη, μη τραγουδάτε την ψυχή μου στη σιωπή μην σκορπάτε Σκέψεις μου στο μυαλό μου όλο κυλάτε σκέφτεται όλο σκέφτεται, συλλογάται, όλοι όσοι ορκιστήκατε πως μ' αγαπάτε γιατί με μίσος, με μένος, με πατάτε; Αγάπη μου η καρδιά μου πώς φοβάται μην όσα από σένανε έχει να θυμάται Παραμύθι ήταν τις νύχτες να κοιμάται Αν είν' έτσι, ικετεύω, μη με ξυπνάτε μη με ξυπνάτε.

το Τότε και το Τώρα

Εικόνα

Η Πραγματικότητα

Μες στων ονείρων την ματαιότητα στον ξερό τους και άοσμο κήπο τριγυρνώ, απ' την ζωή όταν λείπω Μπρος στων θαυμάτων την ανωριμότητα στον νηστικό, βλοσυρό τους λύκο αφήνομαι, απ' την ζωή όταν λείπω Κι όταν στην πραγματικότητα ξυπνώ και ξανά φορώ το ισχνό παρόν μου των λεπτών, ωρών, ημερών και ετών μου των χαμένων στα άσκοπα στιγμών μου στα άοσμα, βλοσυρά, νηστικός, ξερός, γυρνώ Μες στων προσευχών μου την αθλιότητα στον ανίερό τους και νεκρό τόπο καταφεύγω, απ' της ζωής τον φόβο Μπρος στων ευχών μου την προχειρότητα στον αόριστο, στεγνό τους λόγο κρύβομαι, απ' της ζωής τον φόβο Κι όταν στην πραγματικότητα ξυπνώ και ξανά φορώ το ισχνό παρόν μου των λεπτών, ωρών, ημερών και ετών μου των χαμένων στα άσκοπα στιγμών μου στο νεκρό, στεγνό, ανίερος, αόριστος γυρνώ

"Τι είναι ο Έρωτας";

Χαραμισμένες περπατάνε οι ψυχές τα σ'αγαπώ τους σε γκρεμούς βατήρες με ρώτησες: "τι είν' ο έρωτας, μου λες"; Δύο καλώδια που στιγμιαία βγάλανε σπινθήρες σου απάντησα, κι ύστερα να κοιμηθείς πήγες Ζει στον δικό του κόσμο ο καθένας μας αυτό δεν το άλλαξε ποτέ κανένας μας που και που μόνo για λίγο συναντιόμαστε κόλαση με κόλαση κι ύστερα χανόμαστε Ζει στον δικό του κόσμο ο καθένας μας κόβοντας αργά της ζωής τον αδένα μας που και που μόνο για λίγο ενωνόμαστε μοναξιά με μοναξιά κι ύστερα χανόμαστε Κατεστραμμένες, ανέκφραστες οι μορφές στέκουν σαν χιονάνθρωποι επάνω σε αλάτι σε ρώτησα: "τι είν' ο έρωτας, μου λες"; ζώο που πριν πεθάνει μεταμορφώνεται σ' αγάπη απάντησες και άφησες στο χέρι μου ένα χάδι

Πλήκτρα Σπασμένα

Ποιος είμαι δεν θυμάμαι δεν μπορεί να είμαι μόνο ένα όνομα δεν μπορεί να είμαι μόνο όσα ζω Οι νύχτες μου πεινάνε με ταΐζω με κάποιου άλλου τα όνειρα και νιώθω ένας άγνωστος όταν ξυπνώ Τα δάκρυα με πονάνε γιατί μέσα μου παντού λιμνάζουν με μάτια γεννήθηκα άδεια, αδάκρυτα Ποιος είμαι δεν θυμάμαι έναν ξένο τα μάτια σου κοιτάζουν κι άθελά μου σε ξεγελώ αδιάκριτα Γιατί αγάπη από 'μένα ζητάς; Στην έρημο δεν ταξιδεύουν οι διψασμένοι Δεν βουτούν στην φωτιά τα χάρτινα πουλιά Παρωδίες μόνο ηχούν από πλήκτρα σπασμένα Γιατί αγάπη μου ζητάς; Φύγε από 'μένα Φύγε από 'μένα.

οι Σπουδαίοι κι οι Μεγάλοι

Ένα στόμα δίχως γλώσσα κάποτε έλεγε σοφά λόγια τόσα που οι Σπουδαίοι φοβηθήκαν ν' αυθαδιάζει του αρνηθήκαν και του κόψαν την μιλιά Μα αυτό βρήκε άλλο τρόπο ταξίδευε από τόπο σε τόπο έγραφε όσα να πει δεν μπορούσε σαν φωνή κι αυτό αντηχούσε πιο δυνατά κι από λαλιά Ένα σώμα χωρίς χέρια τα γραπτά του ήταν μαχαίρια Κι οι Μεγάλοι που τρομάξαν τα χέρια του, του τα αρπάξαν τα σκορπίσαν στη φωτιά Και κανείς πια δεν τολμούσε δεν έγραφε και δεν μιλούσε Λίγοι μόνο τον θυμόνταν κι όσοι το 'καναν λυπόνταν δεν τον ξανάδε κανείς πια

Σκυλί Πιστό

Σαν σκυλί πιστό, σου γλείφω τις πληγές τον πόνο παίρνω, γίνομαι εγώ ο λυγισμένος στέρεψα για 'σένα του κόσμου μου τις πηγές κι άνυδρος τριγυρνώ, σαθρός και διψασμένος Όταν χορτάσεις, όταν κρυφτώ Όταν συρθώ, όταν με πιάσεις Όταν με δεις, όταν πετάξεις Σε άλλη από την δική μου γη Τότε που δεν θα με 'χεις ανάγκη Ένα σκοτεινό κι αδιέξοδο φαράγγι Όλος μου ο θάνατος, κι όλη η ζωή Σαν σκυλί πιστό, σου γλείφω τις πληγές απ' την αρρώστια γίνομαι εγώ ο λυσσασμένος ξoδεύτηκα να βρω σκοπό στις δικές σου φυγές κι άσκοπος περπατώ, φαιδρός κι αποσταγμένος Όταν ξεγράψεις, όταν θυμηθώ Όταν χαθώ, όταν δεν ψάξεις Όταν θα βρεις, όταν φτάσεις Σε άλλη από την δική μου γη Τότε που δεν θα με 'χεις ανάγκη Ένα σκοτεινό κι αδιέξοδο φαράγγι Όλος μου ο θάνατος, κι όλη η ζωή

Πόκερ

Εικόνα
Εγώ είμαι ο άνθρωπος που πρέπει τον άνθρωπο από μέσα μου να διώξω Αυτός που συνεχώς θα με αποτρέπει να νιώθω, να αφεθώ, και να βιώσω Εγώ ο ίδιος να είμαι ο φταίχτης το λιοντάρι και ο δαμαστής του άλλος ένας ακόμη χαμένος παίχτης που μπλόφαρε στο πόκερ της ζωής του Εγώ του εαυτού μου το περιβόλι στάχτες να κάνω με πύρινες αλήθειες άγγελοι που καταλήγουνε διαβόλοι φυτρώνουν μέσα μου σαν όνειρα τις νύχτες Εγώ είμαι ο άνθρωπος που πρέπει ότι έχω αθώο να το ξεριζώσω μια αμφίεση όποιος με κοιτά να βλέπει ο μόνος τρόπος για να επιβιώσω

Άφωνη Φωνή

Εικόνα
Άκαρδη μέσα μου χτυπά καρδιά Σε σώμα λεπτό με ρούχα φαρδιά Δεν είναι δικά μου τα υπάρχοντά μου Δεν είναι δική μου αυτή η ζωή μου Δεν ονειρεύτηκα τούτα 'δώ τα όνειρα Κάποιος τρύπωσε ύπουλα, παμπόνηρα στην ύπαρξή μου, μες την πνοή μου με λεηλάτησε, την μοίρα μου άρπαξε κι ο δρόμος μου άλλαξε κι ο δρόμος μου άλλαξε Άφθονη η πίκρα μου, πολλά φθονεί Άφωνη μέσα μου, μιλάει φωνή Για τις αγάπες μου που γίναν στάχτες μου Για την γωνιά μου, την λησμονιά μου Μόνος ταξίδεψα ανάμεσα στους μόνους Κάποιος μ' εξόρισε σε άδειους κόσμους μες την απάθεια να βρω μια Αμάλθεια πορεία μάταιη στον χάρτη μου χάραξε κι ο δρόμος μου άλλαξε κι ο δρόμος μου άλλαξε

Σιωπώ

Εικόνα
Τι όμορφη φωλιά που είναι η σιωπή σαν σε ρωτούν, σαν σου ζητούν τα λόγια σου δεν αντηχούν δεν τους πληγώνεις αν δε σ' ακούν Τι ασφαλής φωλιά που είναι η σιωπή διαλέγεις να μην φανερωθείς δρόμος άδειος και ευθύς γι' άλλους δειλός για άλλους ευτυχής Τι ζεστή φωλιά που είναι η σιωπή σαν ομιλητής αγαλματένιος σε βλέμματα εκτεθειμένος μα εντός σου, ο εαυτός σου κρυμμένος Σαν να μην έχω τι να πω Σαν να μην βρίσκω λόγο και σκοπό όταν ρωτάς λοιπόν αν σ' αγαπώ σιωπώ, σιωπώ, σιωπώ, σιωπώ

Γίνε

Όταν τρέχω να ξεφύγω την θηλειά κι άλλο σφίγγω θεριεύω την ασφυξία υποταγμένος καταλήγω τι δελεαστική η απραξία Όταν να σκεφτώ αρχίζω την πόρτα της εξόδου τρίζω και ξυπνώ την φοβία σκυθρωπός ψιθυρίζω τι άλλο ζητώ, τι απληστία Γίνε η τόλμη, Γίνε το όνειρο Γίνε το ξέσπασμά μου Γίνε η φωνή, Γίνε το αίνιγμα Γίνε το πέταγμά μου Γίνε η πνοή, Γίνε το άγγιγμα Γίνε το βάδισμά μου Γίνε οι δρόμοι, Γίνε το αληθινό Γίνε, γίνε δικιά μου Όταν σ' όνειρα πιστεύω τον εαυτό μου κοροιδεύω με πίστη μεθώ μετανιώνω κι ικετεύω ξανά όπως πριν να αλυσοδεθώ

- Αγάπες Συμβολικές -

Δεν χωρώ σε τούτο τον πλανήτη το σώμα στραβό, να ισιώσει το τραβώ με τα άλλα να μοιάζουμε ίσοι Πόση ψυχή να μου κοστίσει Δεν χωρώ σε τούτο το καλούπι το ταξίδι πληκτικό, το μυαλό κυνικό με τις σκέψεις γεμάτες μπαρούτι κλεισμένες σε κονσερβοκούτι Σε κοινό ανθρώπων λακωνικών με βλέμματα νηστικών λαγωνικών πριν ξεσκίσουν όσα ονειρεύομαι Τα μυστικά μου εκμυστηρεύομαι Πως ζω αγάπες Συμβολικές μισές ή Συνολικές όλα ίδια, όλα φίδια αγάπες Βολικές δεινές και Καθολικές της ζωής μου άσκοπα ταξίδια

Άνοιξη του Φθινοπώρου

Τα βήματά σου τα μετρώ, ένα, κι άλλο ένα στην μοναξιά τι αναζhτώ, εσένα, πάλι εσένα κι αφήνομαι στα νύχια της σαν να 'ναι σαρκοβόρου θλιμμένος στην αλήθεια της στην Άνοιξη του Φθινοπώρου Τα δάκρυα δεν τα κρατώ, μα δεν στάζουν, δεν στάζουν τι από 'σενα αναπολώ, φωνάζουν οι σιωπές, φωνάζουν κι αφήνομαι στο κάποτε σαν να 'τανε το τώρα και σε φιλώ σαν άλλοτε ξεσπάει η καρδιά σαν μπόρα Τον έρωτά σου δεν ζητώ, πονά, μόνο πονά τι έμεινε να επιθυμώ, όχι πολλά, όχι πολλά κι αφήνομαι να περπατώ απλός διαβάτης της λεωφόρου δίχως μέλλον και παλτό στην Άνοιξη του Φθινοπώρου

Αλύπητος Θεός

Κλειστός, μέσα σου μείνε κλειστός ένας γίγαντας ο φόβος δυνατός σκίζει σώματα, σκίζει ψυχές και των παιδιών τις ζωγραφιές άδεια ποτήρια στις γιορτές χειμώνας όλες οι εποχές στον φόβο αυτόν μείνε πιστός Τυφλός, κοιτάζεις μα μένεις τυφλός σκοτάδι φέγγει από το φως στα πρόσωπα σκυμμένα από ενοχές οι χαμένοι μα και οι νικητές ριγμένοι σαν ξύλα στις φωτιές ζουν μοναχές τους οι σκιές στο κλάμα τους εσύ ψυχρός Κρυφός, υπάρχεις μα μένεις κρυφός είναι ο ουρανός τόσο ρηχός δεν χωρά τα όνειρα και τις ευχές τα σύννεφα μοιάζουν με οχιές δηλητήριο στάζουν οι βροχές στις μάταιές σου προσευχές ο Θεός αλύπητος, κουφός

Ένα Παιδί Αγναντεέι

Έχω μες την καρδιά έναν κλόουν που κλαίει την ημέρα φοράει φτερά και την νύχτα τα καίει Βλέμματα ρίχνει φλογερά σαν κοιτώ τον καθρέφτη με κοιτάει παγερά λες και βλέπει έναν κλέφτη Έχω μες την καρδιά ένα γελαστό σκιάχτρο για μάτια έχει καρφιά και για στόμα ένα άστρο Δεν διώχνει τα πουλιά κι ας το θωρούν τρομαγμένα τα παίρνει αυτό αγκαλιά στα χέρια τα αχυρένια Έχω μες την καρδιά ένα παιδί που αγναντεύει που φοβάται να αγαπά κι όλο αγάπη γυρεύει Ποτέ του δεν χαμογελά με παιχνίδια δεν παίζει κλόουν, σκιάχτρα και παιδιά χαράζει με τα νύχια στο τραπέζι (για τον Κ. που έφυγε νωρίς)

Γκρι

Μου είπες το ταξίδι θα 'ναι μακρύ θα βρέχει και δυνατά θα φυσά θα κουραστώ πριν του δρόμου τα μισά κι αν με απόγνωση κοιτάξω ψηλά τα σύννεφα όλα θα είναι γκρι Γεύση στα χείλη μου θα έχω πικρή θα διψώ και αφόρητα θα πεινώ με την σκέψη μου, όλο πίσω θα γυρνώ κι αν γυρέψω τον Θεό να βρω τα σύννεφα όλα θα είναι γκρι Το σώμα σιδερένιο θα γίνει, βαρύ θα κλαίω και φρικτά θα πονώ θoλή θα γίνει η μνήμη, ένα κενό κι όταν το όρνιο δω στον ουρανό τα σύννεφα όλα θα είναι γκρι Μου είπες το ταξίδι θα 'ναι μακρύ κι εγώ ποτέ δεν το ξεκίνησα τώρα συλλογίζομαι μπροστά σε ένα κερί με μνήμη κενή, κουρασμένος, δίχως Θεό και πεινασμένος, με το σώμα μου σαν σίδερο βαρύ κοιτάζω θολός τον ουρανό κι όλα τα σύννεφα είναι γκρι

Βυθός

Σε φοβάμαι αγάπη ψάχνω μια κρυψώνα οι φωτιές είναι χιόνια Μισώ τους κανόνες Γλυτώνω παρατρίχα ξημερώνει η νύχτα Σε αγγίζω σκοτάδι νιώθω τον τυφώνα οι ανθρώποι είναι πιόνια Σε πονάω πληγή χάνομαι σε οράματα χαϊδεύω τα τραύματα Σε χρειάζομαι, φύγε, ποτίζω την λήθη, το ψέμα που πείθει Σε αυτό θα κρυφτώ πριν κοιμηθώ πριν αφεθώ σε ονείρου βυθό

Καράβια Χάρτινα

Ακούνητα τα βήματά μου στεγνές οι ακτές των κυμάτων μου ουσιαστικά, τα ρήματά μου 'μείναν λέξεις απλές, των ποιημάτων μου Αθόρυβα τα βογγητά σου σβηστά τα χνάρια των διαδρομών σου πουθενά μα κι ολόγυρά σου οι βαθιές οι λίμνες των λυγμών σου Τόσο χωριστά και τόσο αχώριστοι Τόσο όμοιοι και τόσο αγνώριστοι Πώς αλλάξαν τόσο τα κορμιά Πώς έγιναν κρύα, μαρμάρινα, ανέφλεκτα και υγρά κεριά στην θύελλα καράβια χάρτινα Επίπονες οι ανάσες μου άυπνες οι νύχτες των ονείρων μου ανέκφραστες οι εντάσεις μου αόρατος στα βλέμματα των φίλων μου Ανέτοιμος ο έρωτάς σου τα όρια που θα έσπαγες άφθαρτα, η όαση της ερημιάς σου μια μέδουσα που κοιτάς κατάματα

Όλα τα Πρόσωπά μου

Γυρεύω στο μαύρο φως του σκοταδιού Στην νύχτα μέσα ετούτη την χλωμή την ξέχειλη χαρά εκείνου του παιδιού που σκότωσα πριν χρόνια ένα πρωί Παλεύω με τη ψυχή μου πεινασμένη ξελιγωμένος για στιγμές χαμένες κι η πόρτα της καρδιάς μου η χαλασμένη ν' ανοιγοκλείνει για άγνωστες, για ξένες Μαζεύω όλα τα πρόσωπά μου ψάχνω να βρω ποιο μου ταιριάζει κάνενα σε μένανε δεν μοιάζει δεν δείχνουν πια, να 'ναι δικά μου Μαζεύω όλα τα πρόσωπά μου ψάχνω για το αληθινό μου το όμορφο, αθώο, παιδικό μου δεν θέλω τα άλλα πια να 'ναι δικά μου

τα Άλογα του Φόβου

Φονιάς ο άνεμος σκορπά τα φύλλα παίρνει τις λέξεις μου από τα χείλια στρέφει τα μάτια σου πάνω σε μένα κι η αντανάκλαση κοιτάει τρομαγμένα Του φόβου τ' άλογα άγρια καλπάζουνε μέσα στον ύπνο μου γυμνό μ' αρπάζουνε Κάτω απ' το δέρμα μου θεριά φωλιάζουνε ψεύτικα αγαπούν, ψεύτικα νοιάζονται Μες την αγκάλη σου, συγκράτησέ με σαν να 'μουν βρέφος σου, αγάπησέ με σαν να 'μουν δάκρυ σου που δεν θα κλάψεις μέσα στο βλέμμα σου να μ' αγκαλιάσεις Κάτω απ' το δέρμα μου άγρια καλπάζουνε Του φόβου τ' άλογα, γυμνό μ' αρπάζουνε μέσα στον ύπνο, θεριά, μου φωνάζουνε ψεύτικα σ'αγαπούν, ψεύτικα νοιάζονται

ο Χρόνος

ο Χρόνος πια δεν θα με φοβίσει κι ας η παρακμή επάνω μου κατρακυλάει το δέρμα μου άρχισε να ξεφτίζει κι η μνήμη μου σιγά-σιγά να με ξεχνάει ο Χρόνος πια δεν θα με φοβίσει κι ας η φθορά του με ντύνει στα γκρι η όρασή μου σκοτάδι θερίζει και οι λέξεις μου χορωδία πια φαιδρή ο Χρόνος πια δεν θα με φοβίσει ο ψυχρός του αέρας δεν μου φέρνει ρίγη την ψυχή μου αγωνία δεν γεμίζει κι η όψη στον καθρέφτη δεν με θλίβει ο Χρόνος πια δεν θα με φοβίσει από τον δρόμο που ο κάθένας καταλήγει η δική μου η ψυχή δεν θα φύγει μέσα σου άλλη μια ζωή έχει να ζήσει.

Ναυαγός

Κάνω πως γελάω σε ξεγελάω φόρεσα τα ρούχα μου τα λευκά, ευλαβικά ένωσα όλα τα κουμπιά μην φανούν από μέσα στα κλεφτά το τρύπιο μου σώμα τα σπασμένα μου κουπιά Γλυκά σου μιλάω σε λαχταράω, τα πλαστά μου χαμόγελα, πειστικά στα μάτια σου ακουμπάω μην εκραγεί που μόνος απόμεινα η λύπη που κουβαλώ στα ερημικά μου τ' απόβραδα Ένα φιλί σ' αφήνω σε χαιρετάω, σου λέω πως θα ξαναβρεθούμε ψεύτικα, κι όπως απομακρύνομαι δάκρυα σαν κύματα κυλούνε μέσα τους ναυαγός που τα καράβια δεν θα βρούνε

- Το Μαύρο Φόρεμα -

Η τρέλα έγινε μοίρα του, ζωή του η εμμονή το μαύρο άδειο της φόρεμα απλώνει στο κρεβάτι κι αγκαλιάζει η μυρωδιά του πώς μοιάζει με πνοή, την ζωντανεύει με κάθε του αναπνοή την μοναξιά του την πικρή αγαλιάζει Το μαύρο άδειο της φόρεμα κλείνοντας τα μάτια του σφιχτά με τα χέρια του πάνω τους σαν θύρες κρύπτης. Γεμίζει σιγά σιγά το ύφασμα με το κορμί της τα ματωμένα στήθη της τα δάχτυλα της τα χαραγμένα τα μαλλιά της τα ανακατωμένα βρίσκεται πάλι ολοζώντανη να τον κοιτά ανοίγοντας τα μάτια του, παίρνουν ένα βλέμμα φρίκης βγάζει το μαχαίρι την καρφώνει ξανά, ξανά, ξανά, ξανά το άλλο πρώι το μαύρο άδειο της φόρεμα απλώνει στο κρεβάτι κι αγκαλιάζει η μυρωδιά του πώς μοιάζει με πνοή, την ζωντανεύει με κάθε του αναπνοή την μοναξιά του την πικρή αγαλιάζει.

Εμείς οι Άνθρωποι

Εμείς οι άνθρωποι δρόμοι αδιάβατοι σβησμένα χρώματα άοσμα αρώματα Εμείς οι άνθρωποι μόνοι κι ανάκατοι Τυχαία τα ονόματα πράττουμε αυτόματα Εμείς οι άνθρωποι την ζωή μας άσκοπη πως χαραμίζουμε πως την χαρίζουμε δίχως να αγγίζουμε δίχως να ελπίζουμε να αγαπήσουμε ζωή να ζήσουμε Εμείς οι άνθρωποι νιώθουμε άτρωτοι μα κλαίμε αδύναμα στου πόνου το τίναγμα Εμείς οι άνθρωποι τόσο ευάλωτοι και τόσο άδειοι γεμάτοι σκοτάδι

- Η Γύμνια μου -

Η γύμνια μου στα μάτια σου πιο άνθρωπο από τους ανθρώπους με κάνει μα η ίδια γύμνια στα μάτια τους πιο απάνθρωπους ανθρώπους φτιάχνει Η γύμνια μου εκτεθειμένη στα μάτια σου, στα μάτια τους σαν σημαία αναρτημένη στέκεται σκισμένη ένα βρώμικο, λευκό πανί και ανεμίζει Η γύμνια μου σαν ένα σχοινί που το βάρος του σώματός μου δεν αντέχει κι αυτό σαν καταρράκτης χύνεται, κάτω πέφτει δίχως να προλάβει να κρεμαστεί δίχως να 'θέλει από κάπου να πιαστεί Κι ανυπομονώ να φτάσει το ξημέρωμα για να κοιμηθώ να βγάλω από πάνω μου την Γύμνια στα όνειρα μπορώ αυτό που θα ήθελα να είμαι, να είμαι: ούτε ακίνητος, ούτε κυνικός ούτε φτυάρι, ούτε κιβωτός ούτε μαζί σου, ούτε αδειανός ούτε θλιμμένος, ούτε γελωτοποιός μα θα ξυπνήσω λίγο πριν μεταμορφωθώ πάντα ξυπνώ λίγο πριν φοβάμαι πως με σκουντά η γύμνια μου.

- Υδρατμός -

Εξατμίζεσαι, σαν της ανάσας σου τον υδρατμό στου τρένου το τζάμι και ζεις, ζεις μηχανικά ζεις με δανεικά ζεις για τους άλλους μιλάς σαν τους παπαγάλους ξαναλές ό,τι ακούς, πιστεύεις ό,τι ακούς είσαι ο δούλος του προφανούς είσαι το ατάιστο, δεμένο, φοβισμένο σκυλί του ένας ισοβίτης που ελευθερία έκανε την αυλή του και ζεις, φοβάσαι τις ενοχές, τις τύψεις, σε λάθη μην σκοντάψεις στις νηστείες δεν τρως, τον σταυρό σου κάνεις τώρα μπορείς να πεθάνεις απέφυγες τις εντάσεις όλα πήγαν καλά τον παράδεισο εξασφάλισες την ζωή σου Εξάτμισες σαν της ανάσας σου τον υδρατμό στου τρένου το τζάμι του ταξιδιού που θέλησες... μα δεν τόλμησες να κάνεις. τώρα μπορείς να πεθάνεις. Υ.Γ.: εμπνευσμένο από το ποίημα "Απολογισμός" (Charles Bukowski)

Όσα Αγαπούσα

Η ψυχή ξέμεινε μόνη να πεινά ο ποιητής κατέλυσε τους στοχασμούς το σκιάχτρο δεν φοβίζει άλλο τα μαύρα πουλιά του ταξιδιού μας το καράβι πνιγμένο στην σκουριά τα χάδια μου γεμίσανε σπασμούς πληγές σού άνοιξε η αγκαθωτή μου αγκαλιά περπατώντας στην βροχή μένω Στεγνός βουτώντας στις σκέψεις βγαίνω Κενός πετώντας στα όνειρα γυρίζω Φτωχός ξαπλώνοντας δίπλα σου, Χαμογελούσα πού χάθηκαν; πώς χάθηκαν; όσα αγαπούσα; Δεν ξεδιψά πια ούτε η καρδιά μάσκα δεν βρίσκω άλλη να με κρύψει ο ίσκιος μου δεν με ακολουθεί, με προσπερνά βγαίνει μπροστά στο φως και γίνομαι εγώ η σκιά τα μάτια φοβισμένα έχω κλείσει αν τα ανοίξω ίσως δεν σε δω ποτέ ξανά.

Λίγο ακόμη

Ο βοριάς με θερίζει μέσ' απ' τις χαραμάδες που στο σώμα μου χάσκουν, να με σκορπίσει θέλει, οι πληγές σε διδάσκουν πως για 'σένα πικρίζει και το γλυκύτερο μέλι Σαν φλασκί που γεμίζει με τον πάτο του τρύπιο τις νύχτες όνειρα χτίζω κι είναι συντρίμμια στον ξύπνιο σημαία μαύρη ανεμίζω το τρένο στυγνά σφυρίζει έχασα το ταξίδι πίσω πάλι γυρίζω Μια πολύβουη πόλη του μυαλού μου η σκέψη συνεχώς μουρμουρίζει γαλήνη δεν μου χαρίζει στην καρδιά μου σαν βόλι με χτυπούν λίγες λέξεις "Λίγο ακόμη, θ' αντέξεις".

Κρύα φλόγα

Εικόνα
Είμαι ένα άριζο δέντρο δεν έχω πράσινα, δροσερά φύλλα, καρπούς πορτοκαλί ή πράσινους δεν κουβαλώ, δεν τρέφω ούτε έχω δυνατά κλαδιά να φτιάξουν τις καλύβες τους τα πουλιά Γύρω μου κοιτώ και ζηλεύω τους άλλους, τους χυμώδεις κορμούς με τα λυγερά κλαδιά τους, που πάνω τους ορμούν τα πουλιά και με ζήλο τραγουδώντας χτίζουν με τους καρπούς τους φρέσκους και μυρωδάτους, που λαμπυρίζουν στις αχτίδες του ήλιου με τα ζωηρά, τρυφερά τους φύλλα που σκιάζουν το χώμα και ερωτοτροπούν με το αεράκι, τα δέντρα που παίζουν τα παιδιά κρυφτό κι ερωτευμένοι χαράζουν καρδιές και αρχικά Τον βαρύ χειμώνα, όταν ήρθαν οι ξυλοκόποι με είδαν άδειο, γυμνό και αφύσικο είπαν "αυτό είν' άρρωστο, θα βγάζει κρύα φλόγα" κι έτσι με άφησαν, κόψαν όλα τα άλλα δέντρα κι έμεινα στο δασάκι μόνο εγώ Έζησα για πολλά πολλά χρόνια ήρθε και για 'μενα όμως η ώρα του θανάτου έπεσα βαρύ και γερασμένο χάμω, άνοιξα στα δυο και από μέσα μου κύλησαν, πέταξαν, παρασύρθηκαν από τον αέρα καρποί

- Πολυχρωμία -

Μας αρέσει η πολυχρωμία στην τηλεόραση μας Μας αρέσει η πολυχρωμία στην οθόνη του υπολογιστή μας Μας αρέσει η πολυχρωμία στο ντύσιμο μας Μας αρέσει η πολυχρωμία των έργων τέχνης Πληρώνουμε πολλά λεφτά για να τα αποκτήσουμε όλα αυτά Μας αρέσει η πολυχρωμία του ουράνιου τόξου Μας αρέσει το έντονο πράσινο της άνοιξης Μας αρέσει το έντονο κίτρινο του ήλιου Μας αρέσει το έντονο κόκκινο του κρασιού Μας αρέσει το έντονο μαύρο του σκύλου μας Μας αρέσει το έντονο λευκό του σκύλου μας Γιατί μας φοβίζουν οι άνθρωποι με άλλο χρώμα?

Για Αυτούς

Γι αυτούς τους ισόβιους κατάδικους που βαδίζουν τούτο τον στεγνό, μίζερο δρόμο, ξυπόλυτοι και ρημαγμένοι στην ανηφόρα πάνω στις κοφτερές της μοίρας τους πέτρες, με ένα σακί βαρύ, καρφωμένο στον γυμνό τους ώμο, γεμάτο με τον νεκρό ή τον χαμένο εαυτό τους Γι αυτούς τους γεμάτους με κενό ανθρώπους που προσμονώντας το μέλλον και χτίζοντας το σαν κενό από λέξεις βιβλίο ξεφύλλισαν το παρόν και τώρα αναπολώντας το χαμένο παρελθόν τους αναρωτιούνται πως απ' την ζωή τους ήταν μόνιμα απών; Γι αυτούς που ανάμεσα τους σύντομα θα 'μαι και θα 'σαι κι ας το ξέρουμε, τίποτα δεν αλλάζει, ποτέ δεν είναι νωρίς η αλήθεια δεν κρύβει ελπίδα γι αυτό πάντα την φοβάσαι γι αυτούς σου γράφω διηγώντας σου εμένα λέγοντας σου τώρα πια, πως θα 'χω στα χείλη το όνομα σου και πως στα μάτια σου έπλασα έναν δικό μου φάρο ένα αμυδρό χαμόγελο πριν κι εγώ τον δρόμο μου πάρω.

Ανάγκη για Αγάπη

Στην κόλαση του καθενός μας στην μακρά κι αργή πορεία μας τίποτα δεν καλύπτει το κενό μας δεν ικανοποιει την λαιμαργία μας Μάρτυρες καθημερινών εγκλημάτων τα προσπερναμε αδιάφορα, εγωιστικά ψάχνοντας την δική μας χώρα των θαυμάτων "τι με νοιάζει εμένα" λέμε τόσο πειστικά Άλλοι την πνίγουν στο ποτό Άλλοι την κοιμίζουν με χάπι την ανάγκη τους για την αγάπη για ένα σώμα να τους κρατά ζεστό Άλλοι ξεφεύγουν με ναρκωτικό Άλλοι μ' αγνώστους στο κρεβατι την ανάγκη τους για την αγάπη για ένα σώμα να τους κρατά ζεστό Ζηλεύεις πάντα την ζωή ενός άλλου την θέση, την δουλειά, τα λεφτά του Εσύ αρκείσαι στο γλείψιμο ενός κοκάλου Όσα ήθελες να 'χες τα έχει δικά του Ζω στο στομάχι ενός φοβερού θεριού είναι η αναζήτηση του απλωμένου χεριού η αγωνία αν το τράβηγμά του υπάρξει αν κάτι την ζωή μου θα αλλάξει