Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούλιος, 2018

Δρόμος ήσουν

Εικόνα
Πως οι μέρες περνούν σαν νερά που κυλούν σαν ποδήλατα τρέχουν Μέσα τους επιζώ καταφέρνω να ζω βλέποντας 'τες να φεύγουν Σαν χαρτί στην φωτιά πέφτει μέσα η καρδιά σε ψάχνει απελπισμένα μα δεν είσαι ούτε 'κει όλα έχουν καεί ήταν όλα ένα ψέμα Δρόμος ήσουν που οδηγούσε στο λάθος κι έμεινα πια μονάχος οι πληγές πως να κλείσουν Δρόμος ήσουν που αλλιώς φανταζόμουν στιγμές που πληγώνουν μόνο θα σε θυμήσουν Αντιδρώ με θυμό και στους άλλους ξεσπώ όλα μου γύρω ξένα Στον καθρέφτη κοιτώ μα δεν είμαι εγώ δείχνει μόνο εσένα Σαν κεριά στην βροχή το σώμα μου κι ψυχή φλόγα πια δεν θα βγάζουν Μ' αμέτρητα γιατί γεμάτη κάθε σιωπή κι ατελείωτες μοιάζουν

Mια βροχή περιμένω

Εικόνα
Απόψε όλα με γυρνούν σε στιγμές που πονούν και μονάχος μου κλαίω ακόμα υπάρχεις παντού στα σχήματα του καπνού της ζωής μου που καίω σε κρύβω μες την σιωπή γιατί νιώθω ντροπή που ακόμη σε θέλω υπάρχω στο πουθενά είναι όλα κένα πίσω αν δε σε φέρω Κι 'σαι σαν το κελί που 'χει πόρτα ανοιχτή μ' από μέσα δεν βγαίνω Κι 'μαι κήπος ξερός μπλε εσύ ουρανός μια βροχή περιμένω Κι 'σαι δρόμος γυμνός που διαβαίνω διαρκώς μα όλο στάσιμος μένω Σαν στεγνός ποταμός μπλε εσύ ουρανός μια βροχή περιμένω απόψε όλα με γυρνούν σε στιγμές που δεν ζουν είναι μέσα μου μόνο σαν αυγή σε βυθό όταν σε θυμηθώ πνίγομαι μες τον πόνο σαν να παίζουμε κρυφτό τα μάτια κλείνω, μετρώ μα ποτέ δεν σε βρίσκω δεν με νοιάζει αν χαθώ είμαι σκιά και ποθώ τον δικό σου τον ίσκιο

Νεράιδες

Εικόνα

- Θέλω -

Εικόνα
Μουσική: Γρηγόρης Πολύζος,  Στίχοι: Κωνσταντίνος Σύρμος Ερμηνεία: Απόστολος Ρίζος Δίσκος: Σε τόπους που δεν ξέρω (Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2012)

Ολόγυμνη

Εικόνα

Ξέφρενο Βουνό

Εικόνα

Ποτέ δεν Υπήρξαμε

Κάτι σε τρόμαξε μα δεν κινήθηκες έκλεισες τα μάτια ξανά κοιμήθηκες Κάτι σε τράβηξε μα δεν φοβήθηκες γύρισες πλευρό κάτι θυμήθηκες μα το αρνήθηκες Κάτι σε άγγιξε μα δεν τραβήχτηκες μου χαμογέλασες δυο λέξεις ανήθικες τα χείλη σου στάξανε πάνω μου τρίφτηκες μετά νυστάξαμε τα μάτια κλείσαμε τον χρόνο χάσαμε Ποτέ δεν ξυπνήσαμε Ποτέ δεν υπήρξαμε Κάτι με φώναξε τόσο που πόνεσα το χέρι μου πιο μέσα στο χέρι σου χώρεσα Κάτι με σκούντησε μια έγνοια με 'πιασε εσύ δεν αντέδρασες το μυαλό το ξέχασε κι έτσι μου πέρασε Κάτι με έτσουξε ένιωσα να τεντώθηκες με άφησες, ταράχτηκα σε 'μένα ξανά γαντζώθηκες σφιχτά με κράτησες πάνω μου κύλισες τον διακόπτη πάτησες στο φως με φίλησες λάμπα και μάτια ξανακλείσαμε στο έρεβος χαθήκαμε Ποτέ δεν ξυπνήσαμε Ποτέ δεν υπήρξαμε

ανοιξιάτικο σάββατο

Ανοιξιάτικο Σάββατο βαρύς χειμώνας πως μοιάζεις κάθε κανόνα απαράβατο τόσο απλά παραβιάζεις Μόνο μέσα μου βρέχεις σαν αστραπή ηλεκτρίζεις προς τα πίσω με τρέχεις μηχανή χρόνου θυμίζεις Ανοιξιάτικο Σάββατο είν' το δέρμα σου γκρίζο το μυαλό μου ανάκατο μόνο ποιος ήμουν γνωρίζω Όσα με κόπο ξέχασα φέρνεις πάλι κοντά μου κάθε όνειρο που έχασα παίρνει σάρκα μπροστά μου Ανοιξιάτικο Σάββατο τελευταίο μου αν γίνεις στον κόσμο τον αμετάβατο σαν αλλαγή μου θα μείνεις

πλαστικό ψάρι

Μια σελίδα κενή αν θα βρεις μην αφήσεις κοίτα να την γεμίσεις με ό, τι σκέψη σου 'ρθει Γιατί να 'ναι μπορεί η ζωή η άδεια κάποιου και θα χάθηκε κάπου προσπαθώντας να ζει Μια σελίδα κενή αν θα βρεις να προσέξεις γράφοντας μην στερέψεις την δική σου ψυχή Κι ένα κομμάτι χαρτί μην την θέση της πάρει πλαστικό στην γυάλα ψάρι που του δίνεις τροφή

- Το Καράβι των Ονείρων -

Εικόνα
Δίχως να το θέλω πίνω στου υγρού το λυτρωμό το αχόρταγο ταΐζω και τ' ανίκητο νικώ Δίχως να σου φύγω φεύγω και κρυφά σε χαιρετώ ένας μουσικός πλανόδιος που μπερδεύει τον σκοπό Πέλαγος να βρει, να ταξιδέψει το καράβι των ονείρων που 'χω θρέψει δεν βρίσκει, δεν βρίσκει και το τρώνε σαν σαράκι στης ζωής το λιμανάκι της στεριάς οι τόσοι ίσκιοι Δίχως να το θέλω κλαίω μα το δάκρυ υποδόριο δε τρυπά ποτέ το φράχτη δε ξεσπά, δε σπάει τ' όριο Δίχως να σου λείπω λείπεις να σε φτάσω δε προφτάνω μόνος σε φιλώ στον ύπνο σαν σφυρί χτυπώ στην άμμο.

αδιάφορες κινήσεις

Ευλογημένη που 'σαι, παραισθησιογόνα οπτική γωνία των ματιών μου, ασπίδα ανάμεσα στο ποιος είμαι και ποιος δείχνω Κλείνεις τα μάτια και στρέφεις το κεφάλι, της αντανάκλασης τον καρκίνο θεραπεύεις με δυο αδιάφορες κινήσεις

365

Λαθραίος στο ταξίδι τους, σαν να ξεγελώ την ζωή Οι νύχτες των 365 ημερών πουθενά καταγεγραμμένες Τις ελέγχω, ανεξέλεγκτος, επιλέγω τον χρόνο λήξης τους λίγο πριν την λήξη Με κρατά ζωντανό η ψευδαίσθηση, η κοροϊδία στο αναπόφευκτο Στην γυρισμένη πλάτη της γης σκίζω το ημερολόγιο Τα χέρια μου κονταίνουν με τόσα αγγίγματα μολυβάκι στην ηδονή της ξύστρας για λίγες ακόμη λέξεις Μετά ας ξημερώσει μετά ας ταξινομηθώ ως ακόμη ένας θα πιω καφέ, θα μιλήσω σε κάποιον κάπως θα περάσει η φρικιαστική μέρα

ο εκλεκτός

Στραμμένοι επάνω μας οι δορυφόροι κι η αρχαία κόρη, ψάχνει τον ζαχαρένιο μπαμπά της Άγιοι ντυμένοι οι αγιογδύτες μαζί με τους ξουρισμένους λωποδύτες μιλούν για τα οφέλη της Πατριδαγάπης Χειροκροτεί και φωνάζει ο λαός σαν να 'ταν στρατός, σαν να 'ταν στρατός μα θυσιάσου αν του πουν, είσ' ο εκλεκτός θα γίνει καπνός, θα γίνει καπνός Μας χτυπά αλύπητα ο διπλοπέλεκυς ψυχής ανέραστης, μπερδεμένης με τόσα ρούχα στην ντουλάπα. Των αιρετικών όταν σπα κάθε κόκκαλο με λόγια πια, χωρίς τρίκυκλο και ρόπαλο να φορά φόρμα εργάτη ή κοστούμι με γραβάτα;

Ο ποιητής (για τον Θάνο Ανεστόπουλο) - 2/3/2018

Ακόμη δεν εσώπασε κι απ' τον καινούριο κόσμο τον σκοτεινό, τον απαθή σε σύναξη καλεί Σαν την βροχή που κόπασε μα οι στάλες της στον ώμο σκάβουν την σάρκα την σκληρή βαθιά ως την ψυχή Κι αν η αυλαία έπεσε και το κοινό εχάθει Ο ποιητής δεν ξέπεσε κι όσα κι αν είχε πάθη Συνέχισε να τραγουδα στην μαύρη την κουρτίνα σαν να 'τανε διάφανη κι όμορφη σαν τα κρίνα

κάδρο του χρόνου

Κάθε που του γυρνώ την πλάτη το ορκίζομαι το καταραμένο ρολόι αυτό το κάδρο του χρόνου πηδά τις ώρες δυο - δυο κι όσο κοιμάμαι τρεις - τρεις Στον στενό διάδρομο κρέμεσαι απέναντί του. Δεν θα προλάβω να σε ξαναδώ πολλές φορές ούτε να σε ονειρευτώ

Πορφυρό νερό (μεταφυσικό διήγημα)

Εικόνα
Παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων "Παράξενες μέρες στο Ηράκλειο" από τις εκδόσεις "Παράξενες μέρες". Διαβάστε το  ΕΔΩ

Το μικρό παιδί

Εικόνα
Πηγή:  entropiaradio του Κωνσταντίνου Σύρμου Ιουνίου 1.2018 Τρέχει το μικρό παιδί μέσα στο δωμάτιο, πέφτει με φόρα πάνω στους λαστιχένιους τοίχους κι αυτοί του απαντούν τινάζοντας τον προς τα πίσω. Τον χώρο κατακλύζουν φθαρμένα καλώδια, διαπερνούν το ταβάνι και το έδαφος, είναι διάφανα και μέσα τους τρέχει ένα ποτάμι. Σκαρφαλώνει επάνω τους ενστικτωδώς σαν το πιθήκι, ύστερα κατεβαίνει για να σκεφτεί. Όταν κοιτά έξω από τα δυο βορεινά παράθυρα –που δίπλα βρίσκονται το ένα με το άλλο-, παρατηρεί το εναλλασσόμενο άσπρο και μαύρο φως, σαν ένα τρένο νυχτερινό με αναμμένα τα φώτα στα βαγόνια, να κάνει ασταμάτητα τον κύκλο του σπιτιού του. Ένα πουλί που το παιδί απορεί πως χώθηκε εκεί μέσα μαζί του, κουνά με μανία τα εικοσιτέσσερα φτερά του σε μια αθέατη γωνία. Τώρα το παιδί χοροπηδά, τώρα ουρλιάζει στις δυο αντικριστές κοχλιακές πόρτες, δεν το ακούει κανείς, μόνο εκείνο ακούει κι απαντά. Και γελά και κλαίει κι άρχισε να πεινά και να διψά. Δαγκώνει το έδαφος, τους τοίχους, τα καλώδι

Ο συγγραφέας

Εικόνα
Πηγή:  entropiaradio του Κωνσταντίνου Σύρμου Ιουνίου 8.2018 Στο τζάκι απέναντί του καίγονταν δυο θηριώδη ξύλα. Εραστής που καταβροχθίζει το έτερο σώμα μέχρι να το καταναλώσει, έτσι φάνταζε η φλόγα. Τύλιγε μανιακά τα κομμάτια των κορμών, τα εξαΰλωνε. Ο συγγραφέας έπινε το ποτό του, καθισμένος στο κέντρο του τριθέσιου καναπέ. Στην αριστερή μεριά βρισκόταν μία στοίβα από κόλες χαρτιού. Η σελίδα στην κορυφή του πάκου έγραφε στο τέλος της: «ΤΕΛΟΣ». Είχε εκδώσει ήδη δύο βιβλία, τα διάβασαν αρκετοί. Mα, σε κανέναν δεν έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Τούτο όμως, το τρίτο, δεν ήταν σαν τα άλλα δυο. Τούτο ήταν η φωτιά! Έγραφε μέσα του όσα έπρεπε να γράφει. Από δω και πέρα θα τον άκουγαν όλοι. Όσο ζούσε θα τον θαύμαζαν και αργότερα, όταν πια θα ‘χε πεθάνει, θα τον μελετούσαν. Θα ήταν από τους εκλεκτούς και λίγους, τώρα πια για τους πολλούς. Κριτικοί και κοινό θα τον αποθέωναν. Πίνοντας την τελευταία γουλιά, άκουσε τα χειροκροτήματα μέσα στο άδειο σπίτι. «Ω! Το έμαθαν ήδη» αναφώνησε.

αλληλοεξόντωση

Ένα δάσος από ξερά δωμάτια διπλωμένα σεντόνια ακίνητες πόρτες διάδρομοι απάτητοι άοσμη κουζίνα ασανσέρ καρφωμένα. Ο προθάλαμος γεμάτος αίματα κομμένα μέλη και σώματα στο πάτωμα. Καταδικασμένα σε ισόβια, τα αντικείμενα στις κλειδωμένες βαλίτσες Αλληλοεξόντωση στο ξενοδοχείο της ευτυχίας

νιφάδες

Εικόνα
Ψάχνεις το πουθενά, όντας πάντα κάπου. Όπου σταθείς, έστω για λίγο, ριζώνεις. Σε περιεργάζονται πλοκάμια, φυτρώνει πάνω σου η τεχνητή φύση, σε σκηνοθετούν οι γνώριμοι, σε ενστερνίζονται οι ιδέες. Οροί με αντίστροφη ροή. Οικειοφυλακίζεσαι. Κάποιος σε σηκώνει μια μέρα από την θέση σου, σε ταρακουνά, οι νιφάδες χιονιού απλώνονται ολόγυρα μέσα στον θόλο σου. Μαγεύεσαι για λίγο κι ύστερα, σε επιστρέφει εκεί που σε βρήκε. Τότε σε χτυπά η σκέψη της ματαιότητάς σου και σκέφτεσαι πως σίγουρα χρειάζεσαι μια αλλαγή, έναν ανεμιστήρα, έναν ανασαστήρα, να ξεσηκώνει τις νιφάδες ασταμάτητα. Θέλεις αέρα. Χτυπάς μανιασμένα το τζάμι του παραθύρου στο σπίτι, του φεγγίτη στην εργασία, του αυτοκινήτου που σε μεταφέρει, της βιτρίνας που κοιτάς, του τραπεζιού που τρως, του γκισέ που συναλλάσσεσαι, της οθόνης που ηδονίζεσαι. Το αποτέλεσμα μηδενικό. Κανένα ρήγμα στο θόλο σου. Δεν τσάκισες ποτέ εκείνο που έπρεπε. Σε πραγματοποίησε η πραγματικότητα.