Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιανουάριος, 2015

τα Άλογα του Φόβου

Φονιάς ο άνεμος σκορπά τα φύλλα παίρνει τις λέξεις μου από τα χείλια στρέφει τα μάτια σου πάνω σε μένα κι η αντανάκλαση κοιτάει τρομαγμένα Του φόβου τ' άλογα άγρια καλπάζουνε μέσα στον ύπνο μου γυμνό μ' αρπάζουνε Κάτω απ' το δέρμα μου θεριά φωλιάζουνε ψεύτικα αγαπούν, ψεύτικα νοιάζονται Μες την αγκάλη σου, συγκράτησέ με σαν να 'μουν βρέφος σου, αγάπησέ με σαν να 'μουν δάκρυ σου που δεν θα κλάψεις μέσα στο βλέμμα σου να μ' αγκαλιάσεις Κάτω απ' το δέρμα μου άγρια καλπάζουνε Του φόβου τ' άλογα, γυμνό μ' αρπάζουνε μέσα στον ύπνο, θεριά, μου φωνάζουνε ψεύτικα σ'αγαπούν, ψεύτικα νοιάζονται

ο Χρόνος

ο Χρόνος πια δεν θα με φοβίσει κι ας η παρακμή επάνω μου κατρακυλάει το δέρμα μου άρχισε να ξεφτίζει κι η μνήμη μου σιγά-σιγά να με ξεχνάει ο Χρόνος πια δεν θα με φοβίσει κι ας η φθορά του με ντύνει στα γκρι η όρασή μου σκοτάδι θερίζει και οι λέξεις μου χορωδία πια φαιδρή ο Χρόνος πια δεν θα με φοβίσει ο ψυχρός του αέρας δεν μου φέρνει ρίγη την ψυχή μου αγωνία δεν γεμίζει κι η όψη στον καθρέφτη δεν με θλίβει ο Χρόνος πια δεν θα με φοβίσει από τον δρόμο που ο κάθένας καταλήγει η δική μου η ψυχή δεν θα φύγει μέσα σου άλλη μια ζωή έχει να ζήσει.

Ναυαγός

Κάνω πως γελάω σε ξεγελάω φόρεσα τα ρούχα μου τα λευκά, ευλαβικά ένωσα όλα τα κουμπιά μην φανούν από μέσα στα κλεφτά το τρύπιο μου σώμα τα σπασμένα μου κουπιά Γλυκά σου μιλάω σε λαχταράω, τα πλαστά μου χαμόγελα, πειστικά στα μάτια σου ακουμπάω μην εκραγεί που μόνος απόμεινα η λύπη που κουβαλώ στα ερημικά μου τ' απόβραδα Ένα φιλί σ' αφήνω σε χαιρετάω, σου λέω πως θα ξαναβρεθούμε ψεύτικα, κι όπως απομακρύνομαι δάκρυα σαν κύματα κυλούνε μέσα τους ναυαγός που τα καράβια δεν θα βρούνε

- Το Μαύρο Φόρεμα -

Η τρέλα έγινε μοίρα του, ζωή του η εμμονή το μαύρο άδειο της φόρεμα απλώνει στο κρεβάτι κι αγκαλιάζει η μυρωδιά του πώς μοιάζει με πνοή, την ζωντανεύει με κάθε του αναπνοή την μοναξιά του την πικρή αγαλιάζει Το μαύρο άδειο της φόρεμα κλείνοντας τα μάτια του σφιχτά με τα χέρια του πάνω τους σαν θύρες κρύπτης. Γεμίζει σιγά σιγά το ύφασμα με το κορμί της τα ματωμένα στήθη της τα δάχτυλα της τα χαραγμένα τα μαλλιά της τα ανακατωμένα βρίσκεται πάλι ολοζώντανη να τον κοιτά ανοίγοντας τα μάτια του, παίρνουν ένα βλέμμα φρίκης βγάζει το μαχαίρι την καρφώνει ξανά, ξανά, ξανά, ξανά το άλλο πρώι το μαύρο άδειο της φόρεμα απλώνει στο κρεβάτι κι αγκαλιάζει η μυρωδιά του πώς μοιάζει με πνοή, την ζωντανεύει με κάθε του αναπνοή την μοναξιά του την πικρή αγαλιάζει.

Εμείς οι Άνθρωποι

Εμείς οι άνθρωποι δρόμοι αδιάβατοι σβησμένα χρώματα άοσμα αρώματα Εμείς οι άνθρωποι μόνοι κι ανάκατοι Τυχαία τα ονόματα πράττουμε αυτόματα Εμείς οι άνθρωποι την ζωή μας άσκοπη πως χαραμίζουμε πως την χαρίζουμε δίχως να αγγίζουμε δίχως να ελπίζουμε να αγαπήσουμε ζωή να ζήσουμε Εμείς οι άνθρωποι νιώθουμε άτρωτοι μα κλαίμε αδύναμα στου πόνου το τίναγμα Εμείς οι άνθρωποι τόσο ευάλωτοι και τόσο άδειοι γεμάτοι σκοτάδι

- Η Γύμνια μου -

Η γύμνια μου στα μάτια σου πιο άνθρωπο από τους ανθρώπους με κάνει μα η ίδια γύμνια στα μάτια τους πιο απάνθρωπους ανθρώπους φτιάχνει Η γύμνια μου εκτεθειμένη στα μάτια σου, στα μάτια τους σαν σημαία αναρτημένη στέκεται σκισμένη ένα βρώμικο, λευκό πανί και ανεμίζει Η γύμνια μου σαν ένα σχοινί που το βάρος του σώματός μου δεν αντέχει κι αυτό σαν καταρράκτης χύνεται, κάτω πέφτει δίχως να προλάβει να κρεμαστεί δίχως να 'θέλει από κάπου να πιαστεί Κι ανυπομονώ να φτάσει το ξημέρωμα για να κοιμηθώ να βγάλω από πάνω μου την Γύμνια στα όνειρα μπορώ αυτό που θα ήθελα να είμαι, να είμαι: ούτε ακίνητος, ούτε κυνικός ούτε φτυάρι, ούτε κιβωτός ούτε μαζί σου, ούτε αδειανός ούτε θλιμμένος, ούτε γελωτοποιός μα θα ξυπνήσω λίγο πριν μεταμορφωθώ πάντα ξυπνώ λίγο πριν φοβάμαι πως με σκουντά η γύμνια μου.

- Υδρατμός -

Εξατμίζεσαι, σαν της ανάσας σου τον υδρατμό στου τρένου το τζάμι και ζεις, ζεις μηχανικά ζεις με δανεικά ζεις για τους άλλους μιλάς σαν τους παπαγάλους ξαναλές ό,τι ακούς, πιστεύεις ό,τι ακούς είσαι ο δούλος του προφανούς είσαι το ατάιστο, δεμένο, φοβισμένο σκυλί του ένας ισοβίτης που ελευθερία έκανε την αυλή του και ζεις, φοβάσαι τις ενοχές, τις τύψεις, σε λάθη μην σκοντάψεις στις νηστείες δεν τρως, τον σταυρό σου κάνεις τώρα μπορείς να πεθάνεις απέφυγες τις εντάσεις όλα πήγαν καλά τον παράδεισο εξασφάλισες την ζωή σου Εξάτμισες σαν της ανάσας σου τον υδρατμό στου τρένου το τζάμι του ταξιδιού που θέλησες... μα δεν τόλμησες να κάνεις. τώρα μπορείς να πεθάνεις. Υ.Γ.: εμπνευσμένο από το ποίημα "Απολογισμός" (Charles Bukowski)

Όσα Αγαπούσα

Η ψυχή ξέμεινε μόνη να πεινά ο ποιητής κατέλυσε τους στοχασμούς το σκιάχτρο δεν φοβίζει άλλο τα μαύρα πουλιά του ταξιδιού μας το καράβι πνιγμένο στην σκουριά τα χάδια μου γεμίσανε σπασμούς πληγές σού άνοιξε η αγκαθωτή μου αγκαλιά περπατώντας στην βροχή μένω Στεγνός βουτώντας στις σκέψεις βγαίνω Κενός πετώντας στα όνειρα γυρίζω Φτωχός ξαπλώνοντας δίπλα σου, Χαμογελούσα πού χάθηκαν; πώς χάθηκαν; όσα αγαπούσα; Δεν ξεδιψά πια ούτε η καρδιά μάσκα δεν βρίσκω άλλη να με κρύψει ο ίσκιος μου δεν με ακολουθεί, με προσπερνά βγαίνει μπροστά στο φως και γίνομαι εγώ η σκιά τα μάτια φοβισμένα έχω κλείσει αν τα ανοίξω ίσως δεν σε δω ποτέ ξανά.

Λίγο ακόμη

Ο βοριάς με θερίζει μέσ' απ' τις χαραμάδες που στο σώμα μου χάσκουν, να με σκορπίσει θέλει, οι πληγές σε διδάσκουν πως για 'σένα πικρίζει και το γλυκύτερο μέλι Σαν φλασκί που γεμίζει με τον πάτο του τρύπιο τις νύχτες όνειρα χτίζω κι είναι συντρίμμια στον ξύπνιο σημαία μαύρη ανεμίζω το τρένο στυγνά σφυρίζει έχασα το ταξίδι πίσω πάλι γυρίζω Μια πολύβουη πόλη του μυαλού μου η σκέψη συνεχώς μουρμουρίζει γαλήνη δεν μου χαρίζει στην καρδιά μου σαν βόλι με χτυπούν λίγες λέξεις "Λίγο ακόμη, θ' αντέξεις".

Κρύα φλόγα

Εικόνα
Είμαι ένα άριζο δέντρο δεν έχω πράσινα, δροσερά φύλλα, καρπούς πορτοκαλί ή πράσινους δεν κουβαλώ, δεν τρέφω ούτε έχω δυνατά κλαδιά να φτιάξουν τις καλύβες τους τα πουλιά Γύρω μου κοιτώ και ζηλεύω τους άλλους, τους χυμώδεις κορμούς με τα λυγερά κλαδιά τους, που πάνω τους ορμούν τα πουλιά και με ζήλο τραγουδώντας χτίζουν με τους καρπούς τους φρέσκους και μυρωδάτους, που λαμπυρίζουν στις αχτίδες του ήλιου με τα ζωηρά, τρυφερά τους φύλλα που σκιάζουν το χώμα και ερωτοτροπούν με το αεράκι, τα δέντρα που παίζουν τα παιδιά κρυφτό κι ερωτευμένοι χαράζουν καρδιές και αρχικά Τον βαρύ χειμώνα, όταν ήρθαν οι ξυλοκόποι με είδαν άδειο, γυμνό και αφύσικο είπαν "αυτό είν' άρρωστο, θα βγάζει κρύα φλόγα" κι έτσι με άφησαν, κόψαν όλα τα άλλα δέντρα κι έμεινα στο δασάκι μόνο εγώ Έζησα για πολλά πολλά χρόνια ήρθε και για 'μενα όμως η ώρα του θανάτου έπεσα βαρύ και γερασμένο χάμω, άνοιξα στα δυο και από μέσα μου κύλησαν, πέταξαν, παρασύρθηκαν από τον αέρα καρποί

- Πολυχρωμία -

Μας αρέσει η πολυχρωμία στην τηλεόραση μας Μας αρέσει η πολυχρωμία στην οθόνη του υπολογιστή μας Μας αρέσει η πολυχρωμία στο ντύσιμο μας Μας αρέσει η πολυχρωμία των έργων τέχνης Πληρώνουμε πολλά λεφτά για να τα αποκτήσουμε όλα αυτά Μας αρέσει η πολυχρωμία του ουράνιου τόξου Μας αρέσει το έντονο πράσινο της άνοιξης Μας αρέσει το έντονο κίτρινο του ήλιου Μας αρέσει το έντονο κόκκινο του κρασιού Μας αρέσει το έντονο μαύρο του σκύλου μας Μας αρέσει το έντονο λευκό του σκύλου μας Γιατί μας φοβίζουν οι άνθρωποι με άλλο χρώμα?

Για Αυτούς

Γι αυτούς τους ισόβιους κατάδικους που βαδίζουν τούτο τον στεγνό, μίζερο δρόμο, ξυπόλυτοι και ρημαγμένοι στην ανηφόρα πάνω στις κοφτερές της μοίρας τους πέτρες, με ένα σακί βαρύ, καρφωμένο στον γυμνό τους ώμο, γεμάτο με τον νεκρό ή τον χαμένο εαυτό τους Γι αυτούς τους γεμάτους με κενό ανθρώπους που προσμονώντας το μέλλον και χτίζοντας το σαν κενό από λέξεις βιβλίο ξεφύλλισαν το παρόν και τώρα αναπολώντας το χαμένο παρελθόν τους αναρωτιούνται πως απ' την ζωή τους ήταν μόνιμα απών; Γι αυτούς που ανάμεσα τους σύντομα θα 'μαι και θα 'σαι κι ας το ξέρουμε, τίποτα δεν αλλάζει, ποτέ δεν είναι νωρίς η αλήθεια δεν κρύβει ελπίδα γι αυτό πάντα την φοβάσαι γι αυτούς σου γράφω διηγώντας σου εμένα λέγοντας σου τώρα πια, πως θα 'χω στα χείλη το όνομα σου και πως στα μάτια σου έπλασα έναν δικό μου φάρο ένα αμυδρό χαμόγελο πριν κι εγώ τον δρόμο μου πάρω.

Ανάγκη για Αγάπη

Στην κόλαση του καθενός μας στην μακρά κι αργή πορεία μας τίποτα δεν καλύπτει το κενό μας δεν ικανοποιει την λαιμαργία μας Μάρτυρες καθημερινών εγκλημάτων τα προσπερναμε αδιάφορα, εγωιστικά ψάχνοντας την δική μας χώρα των θαυμάτων "τι με νοιάζει εμένα" λέμε τόσο πειστικά Άλλοι την πνίγουν στο ποτό Άλλοι την κοιμίζουν με χάπι την ανάγκη τους για την αγάπη για ένα σώμα να τους κρατά ζεστό Άλλοι ξεφεύγουν με ναρκωτικό Άλλοι μ' αγνώστους στο κρεβατι την ανάγκη τους για την αγάπη για ένα σώμα να τους κρατά ζεστό Ζηλεύεις πάντα την ζωή ενός άλλου την θέση, την δουλειά, τα λεφτά του Εσύ αρκείσαι στο γλείψιμο ενός κοκάλου Όσα ήθελες να 'χες τα έχει δικά του Ζω στο στομάχι ενός φοβερού θεριού είναι η αναζήτηση του απλωμένου χεριού η αγωνία αν το τράβηγμά του υπάρξει αν κάτι την ζωή μου θα αλλάξει