Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάρτιος, 2015

- Θέλω ο δρόμος μου -

Θέλω ο δρόμος μου να έχει κατηφόρες απότομες σαν τους γκρεμούς κι άγριες να ρίχνει όσο προχωράω μπόρες να 'χει κακοτοπιές, σοκάκια δύσβατα στροφές, λακούβες και ανηφοριές να χτυπήσω να γεμίσω εκδορές χώμα να μπει μέσα στα μαλλιά μου Τα ρούχα μου να βρωμίσουν, να σκιστούν Να πέσω σε αδίστακτους ληστές σκυλιά να μου ριχτούν να με ξεσκίσουν ας τα αμολύσουν ατάϊστα ξωπίσω μου να σκαρφαλώσω, να πέσω να σηκωθώ με μελανιές, με ουλές, να μολυνθώ κι αφόρητο πόνο να νιώσει η καρδιά μου Κι όταν φτάσουμε όλοι στο τέρμα μπροστά σε όλους κι εγώ θα γδυθώ πως όσα έζησα τα επέλεξα θα πω και θα τους δείξω το γυμνό μου δέρμα

Σαν Εσένα

Εικόνα

- Εγώ από 'σένα πρώτος -

Σκέψεις όμορφες, χαρακιές βαθιές μέσα στις κατάσφιχτές μου τις γροθιές βρίσκεστε ανείπωτες, τσαλακωμένες, μόνες, το στόμα μου δεν βρήκε στάλα τόλμη να σου τις πει πριν κάμποσους χειμώνες Λουλούδια δροσερά φρεσκοκομμένα χέρι συμπονετικό δε βρέθηκε κανένα στο γεμάτο με νερό, βάζο να σας βάλει λίγο να ζούσε η μυρωδιά σας ακόμη για μέρες, γλυκιά να μου 'φερνε ζάλη Στολίδια αστραφτερά που λαμποκοπούν σ' ετούτη τη γιορτή δεν θα σας δουν μήτε 'γώ που βλέφαρα κράτησα σφαλιστά, από της λήθης και της λησμονιάς τη σκόνη σβήσατε σαν άνοιξα, τα μάτια τα κλειστά Σύννεφα ακίνητα, αδειανά από στάλες ψηλά σταθήκατε σαν ανοιχτές βεντάλιες βορράς δε σας διέλυσε, δε σας πήρε νότος κάτω από τ' ουρανού, το σκέπασμα το γκρι σε φίλησα και έφυγα εγώ από 'σένα πρώτος

- Κάθε βράδυ 00:00 με 03:30 -

Κάθε βράδυ στις 00:00 ο φύλακας κάνει την τελευταία βόλτα, στρέφει επάνω μου τον φακό του, κοιτά αν κοιμάμαι κι αν είναι κλειδωμένη η πόρτα. Κάθε βράδυ στις 00:20 βγάζω έναν χειροποίητο μικρό σουγιά, τον έφτιαξα μόνος μου και τον φωνάζω συνείδηση, με αυτόν  στο μυαλό μου σκάβω. Ολη την μέρα μου φέρονται όπως σε σκλάβο με κοιτούν από τις κάμερες, με ελέγχουν μέσα από κωδικούς και barcodes. Μα το βράδυ στις 00:21 ξεκινά η μεγάλη μου απόδραση! αργά και μεθοδικά σκαλίζω την ψυχή μου! Κάποιοι που κατάφεραν να το σκάσουν μου είπαν για ένα μικρό και πανέμορφο νησί Το νησί της Ελευθερίας! "Τι όμορφο όνομα" σκέφτηκα! Εκεί μου είπαν, μπορείς να λες την γνώμη σου, να ντύνεσαι όπως θες, να είσαι ο ευατός σου, να αγαπάς όποιον θες, να είσαι περήφανος γι αυτό που είσαι χωρίς Φόβο! Κατά τη 01:30 κάνω ένα διάλλειμα, κουράζομαι πια εύκολα, είναι κι αυτό το τσουβάλι που έχουν ράψει στην πλάτη μου και κάθε μέρα προσθέτουν μέσα κι άλλη άμμο. Στα υπόγεια της φυλακής υπάρχουν

Άγρυπνο Κώμα

Εικόνα

Ανίκητη Πάλη

Δεν έχω ανάσα άλλη να σου δώσω δύναμη περίσσια να προστάξεις κέλυφος ψάχνω, κάπου να τρυπώσω πριν στα μάτια μέσα με κοιτάξεις Δεν ξέρω από αγάπη για να νιώσω με λόγια μόνο κόσμους χτίζω προσωπείο φορώ, να σε τυφλώσω την ασχήμια μου μη δεις όταν λυγίζω Δεν έχω άλλον τρόπο να με σώσω κάθε σκιά εσένα μου προβάλλει κλουβί η μοναξιά, θα με κλειδώσω μακριά σου το να ζω, ανίκητη πάλη

Το Παραμύθι

Μάτια μου, θλιμμένα μη με κοιτάτε μη με λυπάστε απλώς προσπεράστε Όνειρα απαγορευμένα πόσο διψάτε κάποτε αναμνήσεις όμορφες να 'στε Χνάρια μου μόνα για πού περπατάτε Χωρίς εμένα σε ποιου ταξίδι πάτε; φωνές με πονάτε, μη, μη τραγουδάτε την ψυχή μου στη σιωπή μην σκορπάτε Σκέψεις μου στο μυαλό μου όλο κυλάτε σκέφτεται όλο σκέφτεται, συλλογάται, όλοι όσοι ορκιστήκατε πως μ' αγαπάτε γιατί με μίσος, με μένος, με πατάτε; Αγάπη μου η καρδιά μου πώς φοβάται μην όσα από σένανε έχει να θυμάται Παραμύθι ήταν τις νύχτες να κοιμάται Αν είν' έτσι, ικετεύω, μη με ξυπνάτε μη με ξυπνάτε.

το Τότε και το Τώρα

Εικόνα

Η Πραγματικότητα

Μες στων ονείρων την ματαιότητα στον ξερό τους και άοσμο κήπο τριγυρνώ, απ' την ζωή όταν λείπω Μπρος στων θαυμάτων την ανωριμότητα στον νηστικό, βλοσυρό τους λύκο αφήνομαι, απ' την ζωή όταν λείπω Κι όταν στην πραγματικότητα ξυπνώ και ξανά φορώ το ισχνό παρόν μου των λεπτών, ωρών, ημερών και ετών μου των χαμένων στα άσκοπα στιγμών μου στα άοσμα, βλοσυρά, νηστικός, ξερός, γυρνώ Μες στων προσευχών μου την αθλιότητα στον ανίερό τους και νεκρό τόπο καταφεύγω, απ' της ζωής τον φόβο Μπρος στων ευχών μου την προχειρότητα στον αόριστο, στεγνό τους λόγο κρύβομαι, απ' της ζωής τον φόβο Κι όταν στην πραγματικότητα ξυπνώ και ξανά φορώ το ισχνό παρόν μου των λεπτών, ωρών, ημερών και ετών μου των χαμένων στα άσκοπα στιγμών μου στο νεκρό, στεγνό, ανίερος, αόριστος γυρνώ

"Τι είναι ο Έρωτας";

Χαραμισμένες περπατάνε οι ψυχές τα σ'αγαπώ τους σε γκρεμούς βατήρες με ρώτησες: "τι είν' ο έρωτας, μου λες"; Δύο καλώδια που στιγμιαία βγάλανε σπινθήρες σου απάντησα, κι ύστερα να κοιμηθείς πήγες Ζει στον δικό του κόσμο ο καθένας μας αυτό δεν το άλλαξε ποτέ κανένας μας που και που μόνo για λίγο συναντιόμαστε κόλαση με κόλαση κι ύστερα χανόμαστε Ζει στον δικό του κόσμο ο καθένας μας κόβοντας αργά της ζωής τον αδένα μας που και που μόνο για λίγο ενωνόμαστε μοναξιά με μοναξιά κι ύστερα χανόμαστε Κατεστραμμένες, ανέκφραστες οι μορφές στέκουν σαν χιονάνθρωποι επάνω σε αλάτι σε ρώτησα: "τι είν' ο έρωτας, μου λες"; ζώο που πριν πεθάνει μεταμορφώνεται σ' αγάπη απάντησες και άφησες στο χέρι μου ένα χάδι

Πλήκτρα Σπασμένα

Ποιος είμαι δεν θυμάμαι δεν μπορεί να είμαι μόνο ένα όνομα δεν μπορεί να είμαι μόνο όσα ζω Οι νύχτες μου πεινάνε με ταΐζω με κάποιου άλλου τα όνειρα και νιώθω ένας άγνωστος όταν ξυπνώ Τα δάκρυα με πονάνε γιατί μέσα μου παντού λιμνάζουν με μάτια γεννήθηκα άδεια, αδάκρυτα Ποιος είμαι δεν θυμάμαι έναν ξένο τα μάτια σου κοιτάζουν κι άθελά μου σε ξεγελώ αδιάκριτα Γιατί αγάπη από 'μένα ζητάς; Στην έρημο δεν ταξιδεύουν οι διψασμένοι Δεν βουτούν στην φωτιά τα χάρτινα πουλιά Παρωδίες μόνο ηχούν από πλήκτρα σπασμένα Γιατί αγάπη μου ζητάς; Φύγε από 'μένα Φύγε από 'μένα.

οι Σπουδαίοι κι οι Μεγάλοι

Ένα στόμα δίχως γλώσσα κάποτε έλεγε σοφά λόγια τόσα που οι Σπουδαίοι φοβηθήκαν ν' αυθαδιάζει του αρνηθήκαν και του κόψαν την μιλιά Μα αυτό βρήκε άλλο τρόπο ταξίδευε από τόπο σε τόπο έγραφε όσα να πει δεν μπορούσε σαν φωνή κι αυτό αντηχούσε πιο δυνατά κι από λαλιά Ένα σώμα χωρίς χέρια τα γραπτά του ήταν μαχαίρια Κι οι Μεγάλοι που τρομάξαν τα χέρια του, του τα αρπάξαν τα σκορπίσαν στη φωτιά Και κανείς πια δεν τολμούσε δεν έγραφε και δεν μιλούσε Λίγοι μόνο τον θυμόνταν κι όσοι το 'καναν λυπόνταν δεν τον ξανάδε κανείς πια