Πορφυρό νερό (μεταφυσικό διήγημα)


(φωτογραφία Λία)

Από την συλλογή διηγημάτων: "Παράξενες μέρες στο Ηράκλειο" από τις εκδόσεις "Παράξενες μέρες",

Ηράκλειο Κρήτης, ώρα 11:30

     Ο Θάνος, άνοιξε τα μάτια του. Ομιλίες, ήχοι, βαβούρα, πράγματα που σαστισμένα άκουγε και έβλεπε ξεχείλισαν την ακοή και το βλέμμα του. Βήματα, συζητήσεις, ποτήρια, καρέκλες, μουσικές και άνθρωποι που έκαναν την βόλτα τους. «Πώς βρέθηκαν όλα αυτά εδώ μέσα; Τι κάνουν όλοι αυτοί μέσα στο σπίτι μου»; Φώναξε αυτός. «Ελένη; Είσαι εδώ; Ελένη»; Γύρεψε ύστερα την γυναίκα του. Κανείς δεν τον άκουσε, δεν υπήρχε πουθενά η Ελένη,  οι μόνοι που βρίσκονταν εκεί ήταν οι αδιάφοροι πεζοί που πήγαιναν πέρα δώθε, ή οι άλλοι, που ανέμελοι, καθόντουσαν στις καφετέριες και τις μπυραρίες μπροστά του. Ένα ζευγάρι, πιθανόν τουρίστες, κοντοστάθηκε και τον χάζευε λες και ήταν αξιοθέατο. Η γυναικά τον έδειξε με προτεταμένο το δάχτυλό της και κάτι είπε στον άντρα της, εκείνος σήκωσε την φωτογραφική του μηχανή και τον φωτογράφησε. 

     Στην προσπάθεια του μυαλού του να βρει μια εξήγηση, ο βολβός του ματιού μετακινήθηκε σαν την μαύρη μπάλα του μπιλιάρδου απ’ άκρη σ’ άκρη αστραπιαία. Σίγουρα ονειρεύομαι σκέφτηκε, τι σκατά συμβαίνει; Πού είμαι και ποιοι είναι όλοι αυτοί, κάτι μου θυμίζει αυτό το μέρος. «Ε! Με ακούτε; Ελένη»; Ξαναφώναξε. Καμιά αντίδραση, αδιάφοροι οι πάντες συνέχιζαν να κάνουν ό,τι έκαναν και πριν. Ένα γκρι φίλτρο τύλιγε τα μάτια του, ξεθώριαζε τα χρώματα, ακόμη και αυτό του ουρανού. Προσπάθησε να το αποτινάξει με μια απότομη κίνηση του κεφαλιού, εκείνο που νόμιζε πως κάλυπτε το πρόσωπό του, μα δεν μπόρεσε. «Γιατί δεν μπορώ να κουνηθώ;» Τώρα δοκίμαζε να γυρίσει το κεφάλι του αργά, να δει τι υπάρχει αριστερά και δεξιά, ήταν μάταιο, σαν μια μέγγενη να το κρατούσε εκεί, σφηνωμένο να κοιτά ευθεία. Εστίασε στην κάτω πλευρά του οπτικού του πεδίου μήπως καταφέρει και δει το σώμα του, δεν μπόρεσε. Συνειδητοποίησε πως ο ίδιος πρέπει να βρισκόταν πολύ ψηλότερα του εδάφους όπως χονδρικά υπολόγισε. «Είμαι κρεμασμένος κάπου;» Αναρωτήθηκε.. 

Παρατήρησε επίσης, πως υπήρχαν τρεις άδειες γούρνες από πέτρα στοιχισμένες ημικυκλικά γύρω του. Μια μαρμάρινη καμπύλη σχεδόν στο ίδιο ύψος με το έδαφος, περικύκλωνε το όλο λίθινο κτίσμα και έμοιαζε να είναι το κομμάτι ενός μεγάλου κύκλου με εκείνον στο κέντρο. «Τι εφιάλτης είναι αυτός Θεέ μου! Ελένη; Ελένη με ακούς; Πού βρίσκομαι»; Φώναζε πάλι κι η φασαρία από τον κόσμο στην πλατεία τού γινόταν αφόρητη. Ήθελε να βουλώσει τα αυτιά του να μην ακούει τίποτα, δεν ένιωθε όμως τα χέρια του. Προσπάθησε μα ούτε έναν μυ δεν κίνησε, ούτε κάποιο μυρμήγκιασμα αισθανόταν από την υποτιθέμενη ακινησία, ή έστω τον παραμικρό πόνο, ακόμη κι αυτός θα ήταν καλοδεχούμενος, ένας πόνος που θα του θύμιζε την υπόσταση και την οντότητά του. 

Προσπάθησε να κάνει ένα βήμα μπροστά γιατί είχε την αίσθηση ότι στεκόταν όρθιος, πάλι όμως το ίδιο αποτέλεσμα. Πάλι η ίδια φρικτή αίσθηση της μη αίσθησης και στα πόδια του. Τον έπιασε τότε ένα ξαφνικό, υστερικό γέλιο, από εκείνα τα εκνευριστικά και αλλόκοτα που προηγούνται των λυγμών. «Είναι εφιάλτης…» μουρμούρισε κουρασμένος. Να κοιμηθώ… να ξημερώσει, να περάσει.  

     Ξύπνησε από ύπνο βαρύ, από εκείνον που όταν του ξεγλιστρήσεις αγνοείς  σε ποιον χώρο και χρόνο είσαι. Μα αυτήν την φορά δεν άνοιξε τα μάτια του, φοβόταν τι τον περίμενε εκεί έξω. Κράτησε την ανάσα του λίγα δευτερόλεπτα και αφουγκράστηκε προσεχτικά, το μόνο που άκουγε, ήταν το σιωπηλό βουητό της νύχτας διακοπτόμενο πότε - πότε από τον ήχο των λιγοστών δέντρων. Πόσο χάρηκε γι’ αυτό, μην ξέροντας γιατί. «Να δεις που όλα ήταν ένα κακό όνειρο τελικά. Τώρα θα γυρίσω πλευρό και θα αγκαλιάσω την Ελένη». Δεν υπήρχε Ελένη, δεν έσφιξε κανένα σώμα κι οι βλεφαρίδες του τινάχθηκαν επάνω, σκοτάδι και νύχτα. 

Στην πλατεία, το σκοτάδι είχε καλύψει το κάθε τι και τα μάτια του συνήθιζαν σε αυτήν την νέα συνθήκη σχηματίζοντας στο βάθος σιλουέτες, κορμιά και πρόσωπα μαύρα. «Είναι κανείς εκεί»; Ρώτησε διερευνητικά, καμιά απάντηση. Ήταν σίγουρος όμως, ξεχώριζε καθαρά κινήσεις μέσα στις μαύρες κουρτίνες της νύχτας. Δεν τον πλησίαζε κανένας μα διέκρινε να διαδραματίζονται μπροστά του σκηνές δίχως λογική σειρά. Σαν να παιζόταν ένα βουβό, σκοτεινό φιλμ, που εξιστορούσε κάποιου την ζωή, με τα συμβάντα ανακατεμένα από τον σαλεμένο σκηνοθέτη. Το παράδοξο ήταν πως του φαινόντουσαν τόσο οικεία όσα έβλεπε. Έσμιξε τα φρύδια του παραξενεμένος «Αυτή… αυτή είναι η ζωή μου»… Μουρμούρισε, βλέποντας τον σαν σε σκετς, λίγο μετά από την απόλυση του από τον στρατό, με την Ελένη, να δίνουν το πρώτο τους φιλί, μετά το δεύτερο και μετά το τρίτο και μετά να της ξεκουμπώνει το πάνω κουμπί της μπλούζας στην τελευταία σειρά καθισμάτων στο Ρομάντικα, το παλιό, θερινό σινεμά του Ηρακλείου. 

Την οθόνη αντικατέστησε η μπασκέτα και να, τώρα ο εαυτός του έφηβος, τότε που πήγαινε λύκειο στο Καπετανάκειο, να παίζει μπάσκετ στο διάλειμμα κι από εκεί να μεταφέρεται ένα χρόνο πριν, στην κηδεία του αγαπημένου του πατέρα, με αυτόν να μην μπορεί να κλάψει και την επόμενη μέρα να δακρύζει από τις τύψεις του. Ύστερα φευγαλέα, να γίνεται παιδί στην σχολική εκδρομή στα ερείπια της Κνωσού και το αρχαίο παλάτι μονομιάς να μεταμορφώνεται -από αυτό το παράλογο θέατρο της φαντασίας του- στο εσωτερικό του Ηριδανού, της καφετέριας που σύχναζε για χρόνια. Πόσα είχε ζήσει σε ετούτη την πόλη και πόσο την αγαπούσε, σκέφτηκε. Αν και είχε πολλές επαγγελματικές προτάσεις από Αθήνα, ήθελε να μείνει στην Κρήτη, να μεγαλώσουν τα παιδιά του εκεί που μεγάλωσε κι ο ίδιος, στο Ηράκλειο, κι ας έχει πια χάσει την παλιά του αίγλη, την μοναδικότητά του. 

Κάπου επάνω σε αυτήν την διαπίστωση όλες οι εικόνες εξαφανίστηκαν, αφήνοντας ένα ομοίωμά του -αντιπροσωπευτικό της τωρινής του εικόνας- να περιφέρεται μόνο του. Ώσπου, απ’ το πουθενά εμφανίστηκαν δύο άντρες που δεν τους γνώριζε, πλησίασαν. Παρατηρεί κάτι να ζητούν από το αντίγραφό του σε έντονο ύφος. Μετά να κινούνται απειλητικά εναντίον του και ξαφνικά ο ένας να τραβά μαχαίρι, να τον καρφώνει. Εκείνος να σωριάζεται κάτω και το δίδυμο των αγνώστων να φεύγει τρέχοντας, να δραπετεύει από την ρωγμή της νύχτας και ο κλώνος του να εξατμίζεται από το πλακόστρωτο. «Τι στο διάολο συμβαίνει, τι ήταν αυτό τώρα;  Ποιοι ήταν αυτοί οι τύποι…; Αυτό δεν μου συνέβη ποτέ!»

     Όλα εκείνα τα μέρη και οι στιγμές που ήρθαν στην επιφάνεια, επανέφεραν το μνημονικό του, που πέρα από όσα αφορούσαν την γυναίκα του και τις πρόσφατες μέρες της ζωής του, δεν θυμόταν τίποτε άλλο. Κατάλαβε σε ποιο μέρος βρίσκεται: «Είμαι στην πλατεία! Στα Λιοντάρια! Αναφώνησε, σίγουρος τώρα πια μετά από όσα πέραν πάσης λογικής συνέβησαν, πως είναι μόνο ένας τρελός εφιάλτης. «Και της το έλεγα, ρε Ελενίτσα μου, να μην τρώμε τόσο βαριά τα βράδια! Το έχουμε παρακάνει! Είπε και γέλασε με την καρδιά του ενώ ενθυμούμενος και την αυριανή σημαντική σύσκεψη στο γραφείο σκέφθηκε ότι θα διηγηθεί το όνειρο αυτό στους συναδέλφους και θα τους φτιάξει την διάθεση μόλις τελειώσουν το μίτινγκ.

     Από τον πρωτόγνωρο λήθαργο που είχε πέσει, σαν να ‘ταν χέρια τον σκούντηξαν κάτι δυνατές φωνές. «Προσοχή παρακαλώ! Ανοίχτε χώρο!». Κοίταξε τους δύο εργάτες να κουβαλούν μια μεγάλη τζαμαρία όπως υπέθεσε. Μιας και προχωρούσαν κάθετα, κρατώντας το εύθραυστο αντικείμενο πολύ προσεχτικά από την μπροστινή και πίσω πλευρά του αντίστοιχα. Δεν μπορούσε να διακρίνει με ακρίβεια τι κουβαλούσαν. Φτάνοντας στο άνοιγμα της πλατείας, οι δύο εργάτες έστριψαν αριστερά με αργό βήμα έτσι που η επιφάνεια του αντικειμένου –το οποίο ήταν ένας μεγάλος παραλληλόγραμμος καθρέφτης- ευθυγραμμίστηκε με το βλέμμα του. Έμεινε για κάμποσα δευτερόλεπτα να κοιτά εμβρόντητος έναν όγκο που δεν ήταν ούτε ο εαυτός του, μα ούτε το σώμα του. Ο Θάνος αντί για τον Θάνο έβλεπε ένα από τα τέσσερα πέτρινα λιοντάρια της Κρήνης Μοροζίνι στο κέντρο της πλατείας, τον κοιτούσε στην αντανάκλαση το λιοντάρι λες και θαύμαζε την αγαλματένια κορμοστασιά του. Την αμέσως επόμενη στιγμή το ακτινοειδές σώμα του ήλιου, αντιφέγγισε στο τζάμι του καθρέφτη και τύφλωσε τον αποσβολωμένο Θάνο, που δεν ήξερε πια πότε ονειρευόταν και πότε όχι. Αντανακλαστικά έκλεισε με πίεση τα μάτια και μέσα στο τεχνητό αυτό σκοτάδι που προκάλεσε, ένα όραμα ξεκίνησε την προβολή του. 

     Ήταν εκείνος, ντυμένος με τα ρούχα που θυμόταν να φορά πριν δύο μέρες, ένα μαύρο παντελόνι ασορτί με το άσπρο πουκάμισο, τα δώρα της Ελένης. Είχε μόλις βγει από το μπαρ σε μια συνάντηση φίλων και συμμαθητών, το είχαν σχεδόν ξημερώσει. Θα συνέχιζαν κι άλλο το ξενύχτι τους αν δεν αργούσε τόσο να επανέλθει το ρεύμα το οποίο είχε βυθίσει στο σκοτάδι όλο το κέντρο του Ηρακλείου. Σχεδόν δύο ώρες έκαναν υπομονή πίνοντας υπό το φως των κεριών και χωρίς μουσική, τελικά αποφάσισαν να το διαλύσουν. Ένας φίλος του προσφέρθηκε να τον πάει με την μηχανή ως το μέρος που είχε παρκάρει, δεν δέχθηκε την πρόταση όλως περιέργως μιας και ανέκαθεν βαριόταν να περπατάει. Σκέφτηκε να πάει με τα πόδια όμως, να ξεζαλιστεί, μην οδηγήσει έτσι. 

Ο Θάνος βγήκε στην Κοραή, άναψε τον φακό του κινητού, γυμνός ο δρόμος, τα φαγάδικα, στις πλευρές του είχαν όλα κλείσει. Άκουσε βήματα, δεν έδωσε σημασία, ένιωθε όμως να πλησιάζουν, γύρισε για μια στιγμή, είπε «Καλησπέρα, είναι πολύ σκοτεινά ε, θέλετε να σας βοηθήσω; Με το φώς του κινητού». Φώτισε στον χώρο μα δεν είδε τίποτα μέσα στην μικρή εμβέλεια του φακού. Δεν απάντησε κανείς και τα βήματα είχαν σταματήσει. «Αν ήταν τώρα εδώ η Ελένη, θα με έλεγε κότα και χέστη γελώντας, το κωλόπαιδο! Δεν θα ‘χε βέβαια και πολύ άδικο». Ψιθύρισε εύθυμα και προχώρησε επιταχύνοντας ενστικτωδώς το βήμα. Έστριψε στην οδό Περδικάρη, εκεί τα βήματα από τα δύο ζευγάρια ποδιών πίσω του που ξεχώριζε πια καθαρά έγιναν τρεχαλητό, άρχισε να τρέχει αυτόματα κι ο ίδιος. Δεν προλάβαινε να σκεφτεί πολλά, ίσως δεν κινδύνευε, ίσως οι φίλοι του θέλησαν να του κάνουν μια ηλίθια πλάκα κι από στιγμή σε στιγμή θα τους άκουγε να του φωνάζουν «Σταμάτα ρε μαλάκα! Εμείς είμαστε ρε»! Έστριψε στον πεζόδρομο της Δαιδάλου, τον γεμάτο από σβησμένες βιτρίνες κάθε λογής εμπορικών καταστημάτων, το φως από το κινητό του μετακινιόταν σαν τρελό από το πανικόβλητο χέρι που το κρατούσε.

     Το αλκοόλ που είχε καταναλώσει τον έκανε γρήγορα να εξαντληθεί, οι δύο σκιές τον έφτασαν στην πλατεία των Λιονταριών και μπροστά στο μνημείο του επιτέθηκαν. Μια γροθιά στο στομάχι τον έκανε να διπλώσει το σώμα του, «Λεφτά! Κινητό!» του φώναξαν, ο Θάνος, έτσι σκυμμένος όπως ήταν, έπεσε με το κεφάλι πάνω στον έναν και κατάφερε να τον ρίξει κάτω. Παίρνοντας θάρρος, ανασήκωσε τον κορμό του, επιτέθηκε και στον δεύτερο με την γροθιά του αυτήν την φορά, εκείνος όμως τον απέφυγε με ένα γρήγορο βήμα στο πλάι. Το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν η λάμψη της λάμας που μπηγόταν βαθιά στο συκώτι του καθώς είχε μόλις επιστρέψει το ρεύμα. Ο κακοποιός βγάζοντας το μαχαίρι τον έσπρωξε δυνατά, ο Θάνος βρέθηκε μέσα στην γούρνα, κάτω από το πέτρινο λιοντάρι στην πλευρά της Δαιδάλου. Αν και δεν άργησε να φτάσει στο σημείο το ΕΚΑΒ, ήταν ήδη νεκρός. Το νερό που ανάβλυζε από τα στόματα των λιονταριών στο μνημείο, είχε γίνει πορφυρό. Λίγο πριν ξεψυχήσει ο Θάνος, σκέφτηκε την Ελένη, ύστερα την μάνα του και μετά μόνο τον οξύ, σφαδαστικό πόνο.

«Συμβαίνει καμιά φορά, λένε κάποιοι γέροι σοφοί, 
μια αδικοχαμένη ψυχή να παγιδεύεται για πάντα, 
στον τόπο που πεθαίνει».

Τέλος διηγήματος.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κύκνειο άσμα...

- Έκθεση -

- Αμαρτωλάγιες σκέψεις -

- Τιποτένιο ποίημα -

Εμφάνεια - Ποιητική Συλλογή (ανθολογήσεις, κριτικές)