Ε. Χ. Γονατάς | «Πιστεύω ότι ένας αληθινός συγγραφέας αποκλείεται να είναι ρατσιστής και οτιδήποτε άλλο, και μη δημοκράτης».

Πηγή: ologramma.art, αφιέρωμα.
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Σεπτέμβρης 04.2018


Η Άνοιξη (Ε. Χ. Γονατάς)

«Ανέβηκα τα σκαλοπάτια τα λαξεμένα σε ψηλούς βράχους και βγήκα στο οροπέδιο που απλωνόταν μπροστά μου σαν τεράστιο αυτί. Πέρα οι λόφοι κολυμπούσαν στο φως κι είχαν το χρώμα που παίρνουν τα σφαχτάρια στο τσιγκέλι. Όπου κι αν γυρνούσα τα μάτια έβλεπα ξερή λάσπη, σκασμένη. Ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, ούτε μια μέλισσα. Κι ο αέρας μύριζε βαριά σαν να ‘βγαινε από άδειο πιθάρι.


Καθώς περπατούσα μου φάνηκε πως άκουγα να τρέχουνε νερά, βαθιά σε υπόγεια λούκια. Κόλλησα χάμω τ’ αυτί μου κι άκουσα καθαρά μαζί με τα νερά που γλουγλουκίζανε κι ένα ανάλαφρο θρόισμα.


Βγάζω από την τσέπη το μαχαίρι μου, το μπήγω στη γη —το ‘νιωσα να χώνεται όπως στο κρέας ενός μεγάλου ψαριού— κι αρχίζω να τη χαράζω, να τη σκίζω φέτες φέτες, τραβώντας με δύναμη τη σκληρή κρούστα που τη σκέπαζε.


Και τότε, τι θαύμα! Χιλιάδες μπουμπούκια και λουλούδια με τσαλακωμένα πέταλα, άσπρες, ρόδινες και μαβιές ρίζες, αμέτρητα σπαθωτά φύλλα, μαμούνια, σερσέγκια με σουβλερές μύτες, θαλασσοπράσινες κρεατόμυγες, χρυσαλλίδες και πεταλούδες με διπλωμένα φτερά, αποκαλύφθηκαν ολόκληρος κοιμισμένος κόσμος, που οι αχτίνες του ήλιου σιγά σιγά τον ζέσταιναν, τον ξεμούδιαζαν, τον ξυπνούσαν από τη νάρκη του.


Το γρασίδι, σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. Ο αέρας μοσκοβολούσε. Ένα πουλί βγήκε απ’ τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ’ τις φτερούγες του και μου είπε: «Ακόμα λίγο, κι η άνοιξη αυτό το χρόνο θα ‘μενε κρυμμένη στη γη».



O καταλληλότερος τρόπος για να παρουσιάσεις έναν ιδιάζων λογοτέχνη σαν τον Επαμεινώνδα Χ. Γονατά, είναι να ξεκινήσεις με μια δημιουργία του, λες και βουτάς στον βυθό μιας θάλασσας χωρίς να διαταράξεις στο ελάχιστο τα επιφανειακά νερά της. Έτσι άλλωστε ενεργεί κι η γραφή του, ξεκινά από έναν άδυτο ρεαλισμό μα σύντομα παρασύρεται από τα χειροποίητα ρεύματα του δημιουργού και οδηγείται σε ένα παράλογο και συγχρόνως απτό τοπίο.  Ο Γονατάς, παρέμεινε άγνωστος στο ευρύ κοινό, οι συνεντεύξεις του μετρώνται στα δάχτυλα της μιας παλάμης μιας και ο ίδιος επέλεγε την μη δημοσιότητα και την μη προσωπική του ανάδειξη. Έκρυβε κάτω από την σάρκα του έναν ολόκληρο γαλαξία πολύπλοκων σκέψεων κι όμως υπήρξε ένας απλός άνθρωπος. Ακόμη και οι γείτονές του  αγνοούσαν την συγγραφική του μαεστρία, αλλά και το σημαντικό μεταφραστικό του έργο.

Οι ιστορίες του θυμίζουν παραβολές, φιλοσοφικές αλληγορίες συχνά ασαφής, ειρωνικές και αυτοσαρκαστικές. Η φύση στα αφηγήματα του Γονατά, είναι ο ρεαλιστικός καμβάς που πάνω του, χωρίς χρονοτριβή και φλυαρία, τα χρώματα κι οι μυρωδιές, τα ζώα, τα βουνά και τα δέντρα, οι άνθρωποι και τα αντικείμενα μεταλλάσσονται, ρευστοποιούνται. Κατευθύνονται όλα προς πάσα κατεύθυνση κι αποκτούν μια παραισθησιογόνο οπτική, παράλληλα όμως αυτή η αλλόκοτη κι αναδομημένη πραγματικότητα φαντάζει απολύτως λογική.


«Η πληγεί θρέφει, τα χείλια της σμίγουν αργά σαν αυλαία βυσσινιά κι ύστερα από χρόνους στη θέση της μένει ένα σημάδι, μια ρόδινη ουλή που σκύβει και τη φιλάει. Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους. Τα κρύβουν με ωραία ατσαλάκωτα υφάσματα, ξέρουν όμως σε ποια μεριά του κορμιού τους άνθισαν, μαράθηκαν, έφαγαν δέρμα και κρέας δικό τους. Γι’ αυτό τ’ αγαπούν και, σε ώρες μοναξιάς που κανείς δεν τους βλέπει, σκύβουν και με λατρεία τα φιλούν τα βαθιά, σκοτεινά τραύματά τους».

(Από τη συλλογή σύντομων αφηγημάτων «Η κρύπτη», εκδόσεις Στιγμή)


Καταφέρνει να περιγράψει το άγνωστο, να διαπερνά την σκοτεινή κουρτίνα της λογικής, της καθημερινότητας. Ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με τους φόβους του, με έναν τρόπο, θα έλεγα, τόσο παρανοϊκό που φτάνει να γίνει βιωματικός. Σαν να αποφασίζεις πως θα προσπαθήσεις έτσι απλά, να σκίσεις τα κάγκελα της φυλακής σου και να ανακαλύπτεις, πως τελικά ναι, όλη σου την ζωή ήσουν κλειδωμένος πίσω από χάρτινα κάγκελα.


– «Διάλεξε», λέει η μητέρα μου στον επισκευαστή της ντουλάπας, «από αυτά τα υφάσματα. Εγώ σου προτείνω το πράσινο καρουδάκι. Μπορώ να σου φτιάξω μια ωραία πυτζάμα».
Ακούω, βλέπω και ζηλεύω. Πράγματι, το καλύτερο ύφασμα είναι εκείνο που υπέδειξε η μητέρα μου. Ψάχνοντας μέσα σε όσα απόμειναν βρήκα τέλος ένα κομμάτι κιτρινωπό ύφασμα και για μένα. –
(Ε. Χ. Γονατάς – Τρεις δεκάρες και άλλα αφηγήματα)


Ολιγόγραφος ο Γονατάς, με μόλις επτά του έργα να έχουν εκδοθεί, ονόμαζε την βιβλιογραφία του: «μικρό εργάκι». Το 1945, θα εκδοθεί το πρώτο του αφήγημα με τίτλο: «Ο ταξιδιώτης». Ακολούθησε η συλλογή πεζών ποιημάτων: «Η Κρύπτη» (1959) και τα διηγήματα: «Το βάραθρο» (1963), «Οι αγελάδες (1963), «Ο φιλόξενος καρδινάλιος» (1986), «Η προετοιμασία» (1991) και λίγο πριν τον θάνατό του, «Οι Τρεις δεκάρες» (2006). Η δόξα και η αναγνώριση τον άφηναν αδιάφορο και θεωρούσε πως όλα τούτα, οι δάφνες και τα πρωτεία, είναι ένα τίποτα απέναντι στην ανυπέρβλητη μονιμότητα του θανάτου, γι’ αυτό και δεν προέβη σε ενέργειες για την προσωπική του ανάδειξη. Αγαπούσε τον Nτοστογιέφκι και έδειχνε μία ιδιαίτερη προτίμηση στον Tσέχωφ. Δάσκαλο του θεωρούσε τον Φλωμπέρ, τον Melville, τον Stevenson. Από έλληνες συγγραφείς ξεχώριζε τους Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό και Μιχαήλ Mητσάκη. Δεν του άρεσαν οι βιογραφίες και τα βιβλία με αναπαραγωγή ιστοριών, το λεγόμενο  «ρεαλιστικό μυθιστόρημα». Δεν τα θεωρούσε τέχνη.


«…εγώ δεν είμαι λογοτέχνης, είμαι καλλιτέχνης… δεν είμαι ποιητής αλλά έχω ποιητική συνείδηση… δεν μ’ αρέσει το εγκεφαλικό στην τέχνη αναζητώ το διφορούμενο… το όνειρο είναι η πραγματικότητα από την ανάποδη…»

(συνέντευξη στη Μικέλα Χαρτουλάρη, «Τα Νέα» 04.06.94)


Χαρακτηριστικό παράδειγμα της μεταφυσικής αγωνίας του για την ύπαρξη, συναντάμε στο διήγημά του «Η Προετοιμασία». Ο Αγέλαος, ο γέρος γιατρός, νιώθει απόγνωση που παρά τις αμέτρητες προσπάθειές του, δεν κατάφερνε να ζυγίσει το κεφάλι του. Ο πιστός φίλος και βοηθός του, Προκόπης, ενστερνίζεται πλήρως τον σκοπό του πειράματος. Στην προσπάθειά του να βοηθήσει τον Αγέλαο, του διηγείται μια ιστορία για κάποιον, που απεγνωσμένα παρακαλούσε να του δώσουν ένα κερί για να μετακινηθεί σε μια σκοτεινή σκάλα. ‘Όταν του εδόθη το κερί, εκείνος έκλεισε ερμητικά τα μάτια κι άρχισε να την ανεβοκατεβαίνει ασταμάτητα, από το πρώτο έως το τελευταίο σκαλί, χωρίς να αποφασίζει ποτέ να την εγκαταλείψει. Ο γιατρός δίχως να βρει παρηγοριά στην ιστορία του Προκόπη, συνέχισε μάταια με τα άχρηστα, όπως αποδεικνύεται εργαλεία του, μια ζυγαριά, τα βαρίδια και έναν καθρέπτη, να παλεύει να ζυγίσει το κεφάλι του. Ώσπου, παρατηρώντας στην αυλή του δύο γυναίκες να ζυγίζουν με τα χέρια τους, τα μεγάλα, γινωμένα αχλάδια που έπεσαν από το δένδρο του, αποφασίζει να κόψει το κεφάλι του.



Τα εμπνευσμένα κείμενα του Επαμεινώνδα Γονατά, μοιάζουν με σύντομες πρόζες “ποιητικά” αφηγημένες. Αναμειγνύοντας την μορφή του ρεαλιστικού πεζογραφήματος και του έντονα ονειρικού στοιχείου, εμπλουτισμένου με επιβλητικές παρομοιώσεις. Δεν κατατάσσονται σε κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, τούτη είναι κι η αιτία που το έργο του δεν συμπεριλαμβάνεται σε ανθολογίες ποίησης και πεζογραφίας. Ο συγγραφέας δημιούργησε ένα αταξινόμητο μέχρι και σήμερα είδος. Η Φραγκίσκη Aμπατζοπούλου, αναφέρει πως ο Γάλλος ποιητής Πιέρ Μπεττενκούρ, διαβάζοντας κείμενά του Γονατά σε γαλλική μετάφραση, ανέφερε ότι το αφήγημα «H επίσκεψη», από το βιβλίο «Oι Aγελάδες», το θεωρεί σαν ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο ίδιος ο Γονατάς, είχε σημειώσει σε μία εκ των σπάνιων συνεντεύξεών του, μιλώντας για τον εαυτό του:


«…δεν είμαι του φανταστικού συγγραφέας… δεν είμαι συγγραφέας ούτε του εξαιρετικού, είμαι συγγραφέας της εξαίρεσης».

(συνέντευξη στην Αναστασία Νατσινά, «Διαβάζω», 2003)


Παράλληλα, ο αχαρτογράφητος καλλιτέχνης υπήρξε κι ένας δεινός μεταφραστής με πλούσιο έργο στο ενεργητικό του. Το 1994 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης για την Επιλογή από τις Voces του Αντόνιο Πόρτσια. Ο Γονατάς επέλεγε να μεταφράσει τους λογοτέχνες που προτιμούσε να φέρει στο φως και να “συνομιλήσει” στην πατρική του γλώσσα μαζί τους. Διέθετε μία πλούσια συλλογή λεξικών διαφόρων εποχών και ειδικεύσεων, τα οποία συμβουλευόταν και μελετούσε έτσι ώστε να παραδίδει μία άρτια απόδοση των ξένων συγγραφέων. Δεν αρκούνταν όμως σε μια απλή μετατροπή λέξεων και φράσεων, αλλά μελετούσε το έργο του εκάστοτε λογοτέχνη, το ερμήνευε και το αναδημιουργούσε μαζί του. Γνωστές του μεταφράσεις είναι οι εξής: Porchia, Antonio, Επιλογή από τις Voces, Εκδόσεις Στιγμή, 1992 / Γουσταύος Φλωμπέρ, Βιβλιομανία – Η Σπείρα, Εκδόσεις Στιγμή, 1985 / Ivan Goll, Μαλαισιακά Τραγούδια, Εκδόσεις Πρώτη Ύλη, 1960 / Wols, Ποιήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1983 / Πιέρ Μπεττενκούρ, Τα Πλοια Βγήκαν Σεργιάνι, Εκδόσεις Στιγμή, 2001 / Coleridge, Samuel Taylor, Οι περιπλανήσεις του Κάιν. Οι σκέψεις του διαβόλου, Εκδόσεις Στιγμή, 2004 / Lichtenberg, Georg Christoph, Πιπέρι και σπασμένες γραμμές, Εκδόσεις Στιγμή/ Ivan Goll, [9 ποιήματα], Εκδόσεις Στιγμή.


«[…] Υπάρχει όμως μια πόρτα απλή, δίχως σύρτη ούτε μάνταλο
στο βάθος του διαδρόμου, απέναντι απ’ το ρολόι
η πόρτα που οδηγεί πέρα από σένα-
κανένας δεν τη σπρώχνει ποτέ».

(Απόσπασμα από τις «Πόρτες», του Ιβάν Γκολ, σε μετάφραση Γονατά)


Ένας κήπος πάντοτε τον συντρόφευε, όπως εκείνος στο σπίτι του στην Κηφισιά, που αποτελούσε τον μικρόκοσμό του. Ένα οικοσύστημα αγνό, μια παιδική χαρά της ψυχής. Εκεί συνυπήρχαν η λεβάντα, η μέντα, οι πορτοκαλιές, λιμνούλες με ψαράκια, οι αναρίθμητες γάτες του, φυτά του Μεξικού, σταφύλια κι οι τάφοι των ζώων. Στους τοίχους του σπιτιού του δέσποζαν  οι σταυροί και τα διάσπαρτα παντού βιβλία. Η αποθήκη, σαν μια προέκταση της μνήμης, ήταν γεμάτη από αντικείμενα που τον βοηθούσαν να θυμάται και να “συναντά” ανθρώπους και στιγμές.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924 και καταγόταν από το Αϊβαλί της Μ. Ασίας. Σπούδασε Νομικά και δούλεψε ως δικηγόρος, ένα επάγγελμα που αν και δεν το αγαπούσε, το υπηρετούσε με ευσυνειδησία. Απεβίωσε το 2006. Καμάρωνε για την πλούσια συλλογή λεξικών του και συχνά αυτοσαρκαζόταν με την πτώση βλεφάρου που είχε από παιδί στο ένα του μάτι μετά από ένα χτύπημα. Παρότι ανέπτυξε φιλίες με γνωστούς καλλιτέχνες όπως οι: Νίκος Εγγονόπουλος (θήτευσε πλάι του), Νίκος Καχτίτσης, Μίλτος Σαχτούρης (υπήρξαν και συμμαθητές), Κλέωνα Παράσχο και τον ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα (συνεργάστηκαν  στην έκδοση του περιοδικού «Πρώτη Ύλη»), εντούτοις επέλεγε να παραμένει στην αφάνεια.


«Ο ήλιος γέμισε πορτοκάλια το δωμάτιο .
Απ’ τα χαλιά ξεκόλλησαν πουλιά .
Καθώς πετούν ολόγυρα ,
τα έπιπλα καθρεφτίζουν τις ωραίες τους φτερούγες
που διώχνουν μακριά το θάνατο».

(ποίημα από τη συλλογή «Η Κρύπτη»)


Πηγές: 
poeticanet.gr

«Επισκέψεις στο σπίτι του Ε. Χ. Γονατά», της Εύας Στεφανή (1998).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κύκνειο άσμα...

- Έκθεση -

- Αμαρτωλάγιες σκέψεις -

- Τιποτένιο ποίημα -

Εμφάνεια - Ποιητική Συλλογή (ανθολογήσεις, κριτικές)