Τέσσερα Μηδενικά

του Κωνσταντίνου Σύρμου
Αύγουστος 9.2017)


Δεν πάσχει από κατάθλιψη, έχει μια ικανοποιητική δουλειά, εργάζεται ως υπάλληλος σε κατάστημα ρούχων. Ο άντρας της δείχνει να την αγαπά ακόμη, την φιλά το πρωί που ξυπνά.  Τα παιδιά της είναι δυο καλά παιδιά, ετεροφυλόφιλα ευτυχώς, πάντα είχε αυτήν την αγωνία. Οι γονείς της ζουν. Την φοβίζει η σκέψη για το τι θα κάνει όταν πεθάνουν, πώς θα το αντέξει; Τα πεθερικά της την αγαπούν. Τους αποκαλεί «Μαμά» και «Μπαμπά». Έστω μια φορά στις δεκαπέντε μέρες θα βγει για καφέ με την κολλητή της φίλη, ίσως πάνε και για ψώνια αν και σπανίως θα αγοράσουν κάτι,  απλώς κοιτάζουν τις βιτρίνες, σαν τα παιδιά σε έναν ζωολογικό κήπο. Κάθε δεύτερο καλοκαίρι θα πάνε διακοπές σε κάποιο νησί με τον σύζυγό της. Σεξ δεν κάνουν πια συχνά και όταν το κάνουν, εκείνη δεν  έχει οργασμό, αλλά δεν την πειράζει, συνήθισε. Σαν τα παλιά, ασπρόμαυρα φιλμ που δεν σε ενδιαφέρει να τα δεις στην έγχρωμη έκδοσή τους και τα παρακολουθείς σε κάθε τους επανάληψη γελώντας με τις αστείες ατάκες πριν καν ειπωθούν, όχι γιατί τις βρίσκεις ακόμη και σήμερα αστείες, απλώς τις θυμάσαι ως τέτοιες.

Γενικά, νιώθει ευχαριστημένη από την ζωή της και τις επιλογές της. Ή έτσι τουλάχιστον ένιωθε μέχρι την αποψινή βραδιά, μέχρι την στιγμή  που το  καντράν του ψηφιακού ρολογιού στο κομοδίνο της έγραφε 23:59. Το κοιτούσε τις νύχτες αποβλακωμένα μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Ξαφνικά, εμφανίστηκαν οι αριθμοί «00:00». Οι τέσσερεις πορτιέρηδες της επόμενης ημέρας, αυτήν την φορά όμως, όχι οποιασδήποτε ημέρας. Είχε τα γενέθλια της, μόλις έκλεισε τα σαράντα εννιά χρόνια ζωής. «Τι με έπιασε τώρα…» αναρωτήθηκε, σκουπίζοντας τους λίγους υγρούς δραπέτες από τα μάτια της και υστέρα περίμενε. Περίμενε να νιώσει την αλλαγή πίεσης στο στρώμα από το σώμα δίπλα της που θα γύριζε, που θα την αγκάλιαζε από πίσω, που θα την φιλούσε στο μάγουλο και θα της έλεγε: «Χρόνια πολλά μωρό μου! Να σε χαίρομαι». Δεν συνέβη απολύτως τίποτα, καμιά κίνηση, κανένα φιλί, ούτε το παραμικρό χαδάκι. Ένιωσε πως η σιωπή της νύχτας είχε γίνει ένας ντράμερ που χτυπούσε με σφυρί το τύμπανο του αυτιού της, εκείνου που δεν ακουμπούσε στο μαξιλάρι. Έβηξε μια φορά δειλά, μετά ξανά, ήλπιζε μήπως έτσι ξυπνούσε ο άντρας της και της ευχόταν. Έβηξε τόσες φορές που νόμισε κι η ίδια πως κάτι της κάθισε στον λαιμό. Αντίδραση μηδενική από τον συνεπιβάτη του κρεβατιού, σαν τα μηδενικά στο ρολόι.

Πήρε την απόφαση να γυρίσει εκείνη πλευρό. Τώρα η σιωπή σφυροκοπούσε το άλλο της αυτί. Το βλέμμα της αρπάχτηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, στα πυκνά ακόμη μαλλιά του, σαν να προσπαθούσε με την ένταση της θέλησής της να τον κάνει να γυρίσει. Είχε πολλή ζεστή, ο ιδρώτας στην  γυμνή του ωμοπλάτη γυάλιζε ελαφρώς στο λιγοστό φως του στύλου που έμπαινε σαν ευπρόσδεκτος διαρρήκτης στο δωμάτιο. Απογοητευμένη έκλεισε τα μάτια της, μετά από ένα λεπτό που τα άνοιξε, έμεινε έκθαμβη και τρομαγμένη. Ένα κατάλευκο σεντόνι σκέπαζε τώρα την πλάτη  του άντρα της. Πριν προλάβει να σκεφτεί πως βρέθηκε αυτό το σεντόνι εκεί και ποιος  το τοποθέτησε να πέφτει έτσι -χωρίς κανένα τσαλάκωμα σαν πανί σε θερινό σινεμά-, κάποιες φιγούρες άρχισαν να ξεπροβάλλουν στον άσπρο φόντο. Είδε τον εαυτό της να πραγματοποιεί μία λεπτεπίλεπτη χειρουργική επέμβαση! Είχε παρατήσει τις σπουδές της στην Ιατρική όταν έμεινε έγκυος και δεν τις συνέχισε ποτέ. Ύστερα, το σκηνικό άλλαξε άρδην, ήταν εκείνη στα είκοσι της χρόνια, ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τον πρώτο της έρωτα, να καπνίζουν μετά από ένα εξαντλητικό πήδημα και να συζητούν για τις ιδέες τους, μέχρι και την φωνή της άκουγε να του λέει: «Μην μου ξαναπείς να μην βάλουμε προφυλακτικό. Σ’ αγαπάω μωράκι μου αλλά δεν θέλω να γίνω σαν την μάνα μου, νοικοκυρούλα με έναν καλό αντρούλι και  παιδιά, χωρίς δική μου ζωή. Θέλω να αφήσω το στίγμα μου σε αυτόν τον γαμημένο κόσμο ρε μωρό μου, θέλω να βρω την θεραπεία για μια σπάνια ασθένεια, θέλω να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο, θέλω να διασκεδάζω, θέλω να κάνω σεξ ως τα εβδομήντα μου! Θέλω να έχει ένα νόημα η ζωή μου, να κάνω κάτι σπουδαίο! Δεν θέλω να κάνω όνειρα, θέλω τα όνειρα μου να τα κάνω»!

Έβαλε το χέρι της στην καρδιά της ασυναίσθητα, να διαπιστώσει αν χτυπά ακόμη, αν ζει, αν βλέπει όνειρο και τότε, οι εικόνες έσβησαν, σαν κάποιος να σκέπασε τον προτζέκτορα που τις προέβαλε ενώ συγχρόνως το λευκό σεντόνι εξαφανίστηκε. Ταραγμένη γύρισε το κορμί της στην προηγούμενη του θέση, τα τέσσερα μηδενικά είχαν πια εξαφανιστεί στην μικρή οθόνη του ρολογιού. Το χειρότερο ήταν πως, δεν αναγραφόταν κανένας αριθμός, είχαν όλοι σβήσει. «Τέλειωσε ο χρόνος» σκέφτηκε λυπημένη, έκλαψε χωρίς δάκρυα για όσα δεν έκανε, για όσα έχασε, για όσα δεν κυνήγησε, για όσα παράτησε στην μέση, για όσα δεν έζησε, για όσα δεν πρόλαβε και ψιθύρισε πριν αποκοιμηθεί: «Χρόνια πολλά».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κύκνειο άσμα...

- Έκθεση -

- Αμαρτωλάγιες σκέψεις -

- Τιποτένιο ποίημα -

Εμφάνεια - Ποιητική Συλλογή (ανθολογήσεις, κριτικές)