Δημήτρης Αντωνίου: «…Κάθε άνθρωπος χρειάζεται να περάσει από μιαν υποταγή. Τι να γίνει!»


Αναφέρει ο Σεφέρης για τον Δημήτρη Αντωνίου: «Τους στίχους του τους σημείωνε πάνω στο κουτί των σιγαρέτων του. Τους ξαναδούλευε άπειρες φορές μες στο μυαλό του. Κι έπειτα, πολύ αργότερα, όταν έφτανε στο λιμάνι, τους αντέγραφε. Θυμάμαι την πρώτη φόρα που μου έδειξε την καμπίνα του. Σε μια γωνία ήταν στοιβαγμένα άπειρα αδειανά κουτιά σιγαρέτων, ήταν τα χειρόγραφά του, που τα ονόμαζε «οι μποτίλιες μου στο πέλαγος».

Κυκλωμένος από την απεραντοσύνη της θάλασσας, ο καπετάνιος-ποιητής Δημήτρης Αντωνίου, δημιουργούσε τα εξομολογητικά ποιήματά του. Tα λόγια γίνονταν η στεριά και όλα τα χρώματα, εκείνα που επισκίαζε το υγρό γαλάζιο όσο βρισκόταν εν πλω. Ίσως γι’ αυτό κάθε που έδενε σε λιμάνι ήταν λιγομίλητος και σιωπηλά στοχαστικός, σαν οι άνθρωποι, τα σπίτια κι ό,τι άλλο συναντούσε, να φάνταζαν ως κάτι άγνωστο και ξένο. Μιαν άλλου είδους θάλασσα, επικίνδυνη και πονηρή έτοιμη να τον κατασπαράξει έτσι όπως ήταν γυμνός, δίχως καράβι κάτω από τα πόδια του. Ταξίδευε για σαράντα χρόνια κι η τόση ζωή μέσα στα σιδερένια εντόσθια των πλοίων, έμοιαζε σχεδόν ασκητική. Λάτρευε τα αργεντίνικα ταγκό και τους κλασσικούς ευρωπαίους συνθέτες. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές μετά από την έντονη παρότρυνση του Σεφέρη. Απέφευγε τα φώτα της δημοσιότητας, τις λογοτεχνικές παρέες και την συνάφεια του κόσμου, σαν να ήταν απροσπέλαστα κύματα. Τούτο το γεγονός τον κράτησε στην αφάνεια του κοινού, μα παράλληλα μας χαρίζει την εκστατική χαρά της ανακαλύψεώς του.


Κύριε, άνθρωποι απλοί
πουλούσαμε υφάσματα,
(κι η ψυχή μας ήταν το ύφασμα που δεν τ’ αγόρασε κανείς).
Την τιμή δεν κανονίζαμε απ’ την ούγια
η πήχη και τα ρούπια ήταν σωστά
τα ρετάλια δεν τα δώσαμε μισοτιμής ποτέ:
η αμαρτία μας.
Είχαμε μόνο ποιότητας πραμάτεια.
Έφτανε στη ζωή μας μια στενή γωνιά
– πιάνουν στη γη μας λίγο τόπο τα πολύτιμα -.
Τώρα με την ίδια πήχη που μετρήσαμε
μέτρησέ μας· δε μεγαλώσαμε το εμπορικό μας·
Κύριε, σταθήκαμε έμποροι κακοί!

Το έργο του Αντωνίου περιορίζεται σε τρεις ποιητικές συλλογές: «Ποιήματα» (1939) Ινδίες, (ένα ποίημα 1040 στίχων εμπνευσμένων από τα θαλασσινά του ταξίδια, που κυκλοφόρησε από τις εκδ. Ίκαρος και τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1967) και: «Χάι-Κάι και Τάνκα» (Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1972). Χαρακτηριστικό της ηθικής υπόστασης του ποιητή, είναι το ότι δεν παρέλαβε ποτέ το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, αλλά ούτε και το χρηματικό ποσό που το συνόδευε. Πλήθος έργων του (ποιήματα, μεταφράσεις, λογοτεχνικά δοκίμια) δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά. Το 1998 ακολούθησε μια συνολική έκδοση με τίτλο «Ποιήματα», από τις εκδ. ΕΡΜΗΣ. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά (F.M. Pontani, M. Vitti) και στα αγγλικά (E. Keeley, P. Sherrard). Πρόσφατα έγιναν και μεταφράσεις του στα ισπανικά από τον Ρήγα Καππάτο και τον  Carlos Montemajor. Το 1929 είχαν δημοσιευθεί στίχοι του στο περιοδικό «Πνοή», ενώ αργότερα και στο περιοδικό «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση».

Άνθισα γύρω μου στη θάλασσα
άνθη – πουλιά που ζήσανε
στο εφήμερο κλίμα της νύχτας εκείνης.
Βρήκα τις κλωστές σαν ξημέρωνε,
αυτές που ζωντάνευαν τους τεχνητούς κύκνους μου,
σαν νεύρα με τη σάρκα
στην πλασματική τους ύπαρξη.
H κατασκευή τούτη που αρνήθηκες
με το φως της ημέρας
τον εαυτό της τόσο
τον εαυτό μου τότε που κυβερνούσε ένα καράβι
άσπρο κι αυτό σαν τα φανταστικά πουλιά

κείνη τη νύχτα που μου γύρεψες.

Η ποίηση ενός ανθρώπου που πέρασε κάτι παραπάνω από την μισή του ζωή πάνω στα κύματα, δεν θα ήταν δυνατόν να μην αφορά την θάλασσα, τη γυναίκα, τα σύννεφα, τον έρωτα, τα πουλιά, τα παιδιά, την ρευστότητα της ζωής και του ονείρου. Όλα εκείνα δηλαδή, που περιβάλλουν το σώμα και τυραννούν τον νου ενός ναυτικού. Ένα πέλαγος ο ίδιος μέσα σ’ άλλο, έγραφε: «…Μεσ’ στον αγέρα / η μουχλιασμένη μυρωδιά της πολιτείας / δεν ξεθυμαίνει· / έγινα στεριανός κ’ με διψάει· / δίχως καράβι με στενόκαρδους φίλους / με ανύπαρχτους εχθρούς-δίχως σημάδι…» Ρομαντικός κι ονειρικός στην γραφή του, πορεύτηκε παράλληλα με τους ποιητές της εποχής: Ελύτη, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο, Πολίτη, Θεοτοκά, Καββαδία, διατηρώντας το αυθεντικό του ύφος. Ο Δημήτρης Αντωνίου δεν νοιαζόταν ιδιαιτέρως για την τύχη των ποιημάτων του, γι’ αυτό και τα περισσότερα τα πετούσε. Παραμένει άγνωστος στο ευρύ κοινό, σαν ακυβέρνητο καράβι σε άγνωστες θάλασσες.


Να τρέμεις σαν το φύλλο ξεχασμένος
σε μια γωνιά παρακαλώντας
να μην το μάθει που διψούσες
τόσο πολύ όταν αρνήθηκες
Να’ χεις στο μέτωπο τους κόμπους
ιδρώτα αγρύπνιας κι αγωνίας
κ μόνο στην έννοια σου να μη μάθει
να λες: η αυγή μ’ έχει φιλήσει

Γεννήθηκε το 1906 στην Μπέιρα της Μοζαμβίκης και καταγόταν από μεγάλη ναυτιλιακή οικογένεια της Κάσου. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ασχολήθηκε παράλληλα με την εκμάθηση ξένων γλωσσών και ερασιτεχνικά με την ορυκτολογία, τη βοτανική, την εντομολογία, τη ζωολογία και τη μουσική. Συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση, το 1928 ακολούθησε στρατιωτική καριέρα στην εμπορική ναυτιλία, φτάνοντας ως το βαθμό του πλοιάρχου. Ταξίδεψε σε πολεμικά πλοία, σε ατμόπλοια και κρουαζιερόπλοια. Συνταξιοδοτήθηκε το 1968. Η αυστηρή του άποψη απέναντι στην ποίηση, είναι μία από τις πιθανές αιτίες που δεν επέτρεπε στον εαυτό του να δημοσιεύσει στίχους, που τους θεωρούσε κατώτερους ποιοτικά. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έβγαινε σπάνια από το σπίτι, λόγω μιας πάθησης στα πόδια που τον κρατούσε εντός των ακίνητων τοίχων και του σταθερού εδάφους, ενός διαμερίσματος στην οδό Αχαρνών μέχρι και τον θάνατό του, τον Φεβρουάριο του 1994. Η κηδεία του καπετάνιου Δημήτρη Αντωνίου έγινε στον Κόκκινο Μύλο, μια ψυχρή μέρα τον Μάρτιο του 1994.


Κίτρινη σαύρα ξαπλωνόταν η στεριά στο ξύπνημα της·
στον ουρανό τα χρώματα, στου πέλαου την αγκάλη·
μπρούντζου χυτήρι το μελάνιασμα στο σήκωμα του αέρα…
Ανατολίτικης αυγής εικόνα, μουρμουρίζω,
όλη τη νύχτα σε περίμενα και με πληρώνεις έτσι…
Βιάστηκα!
Μαυροκόκκινα τώρα στοιχειά παλεύουν
πράσινους δράκους / Αλλ’ ακόμη συμπλέγματα
σε ουρανού λιμνοθάλασσες / σκούρα δάση περνούσαν
με βροχήν από πούπουλα / κι’ αστραπές-ποιά θαυμάζεις χρώματα!…
Να ο ήλιος·
-πως να γράψω όλα τούτα; / τα γράφει αυτός και τα σβήνει
αιματόβρεχτος, φέρνοντας τέλος / στη χλιδή φαντασίας·
πριν προφτάσω / να πω: φίλοι
ολ’ αυτά τάχω δει σε φτερά πεταλούδας…

Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Αντωνίου ήταν άνθρωπος σοβαρός και εσωστρεφής. Η στάση του απέναντι σε άτομα που δεν γνώριζε ήταν για όλους ίδια· γινόταν δηλαδή δυσπρόσιτος αν και διατηρούσε μία έμφυτη ευγένεια στις επαφές του. Ο Οδ. Ελύτης θυμάται: «Στο σπίτι του, όπου σε δεχότανε με άπειρη ευγένεια, πολύ συχνά σ’ απαρατούσε χωρίς λόγο στη μέση της κουβέντας, για να εξαφανιστεί κάμποσα λεπτά και να ξαναπροβάλει στο άνοιγμα της πόρτας, κρατώντας έναν υπέροχο γάτο ή κουβαλώντας μια γλάστρα μ’ ένα πρωτοείδωτο φυτό ή κάποτε απλά και μόνο δείχνοντας ένα κομματάκι ξύλο αρωματικό, φερμένο από μακρινές χώρες, που το χάιδευε στα χέρια του και τ’ οσφραινότανε με ηδονή και το ξαναδίπλωνε σε χαρτάκια, με τη μυστική χαρά του συλλέκτη που προσηλώνεται και μόνο αυτός είναι σε θέση να εκτίμα τα «πολύτιμα». Μου έτυχε να δω μερικά από τα φημισμένα κουτιά των τσιγάρων όπου έγραφε, στις ώρες της νυχτερινής βάρδιας  τους στίχους του, τυραννισμένους, όλο διαγραφές και προσθήκες, εργασμένους όμοια με τα πετράδια που τόσο αγαπούσε».


Τριαντάφυλλο
που ‘ταν κόκκινο, τώρα
ξεθωριασμένο
μοιάζει αίμα παλιό πληγής

Σε ένα του γράμμα, γραμμένο τον Ιούνιο του 1937, που πιθανότατα απευθύνεται στον Γιώργο Σεφέρη, γράφει μεταξύ άλλων: «…Πολλές φορές θα μ’ άκουγες να γκρινιάζω για τη θάλασσα, μα σκέφτομαι τώρα πάνω σε τούτο το καράβι που ταξιδεύω, αν δεν εύρισκα αυτό τον τρόπο-καταλαβαίνεις με ποιαν έννοια μιλώ, τι θα γινόμουν, ίσως είναι η μόνη υποταγή που μπορεί να σηκώσει η κατασκευή μου· και κάθε άνθρωπος χρειάζεται να περάσει από μιαν υποταγή. Τι να γίνει!»

Πηγές:
greeknewsonline
hellenicpoetry

______________
Πηγή: ologramma.art, αφιέρωμα
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Οκτώβριος 25.2018

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κύκνειο άσμα...

- Έκθεση -

- Αμαρτωλάγιες σκέψεις -

- Τιποτένιο ποίημα -

Εμφάνεια - Ποιητική Συλλογή (ανθολογήσεις, κριτικές)