Η λέξη

Πηγή: entropiaradio, διήγημα
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Οκτώβρης 16.2018


Απόψε θα έπρεπε να γιορτάζει, να πίνει στο μικρό του διαμέρισμα παρέα με τους φίλους του, εκείνους που του έλεγαν από καιρό να τα παρατήσει και τον πλήγωναν τόσο, που φοβόταν μήπως ξέρουν πόσο πληγώνεται και το κάνουν επίτηδες. Μα δεν πήρε κανέναν τηλέφωνο για να ανακοινώσει τα υπέροχα νέα, να κομπάσει για τον θρίαμβό του. Καθόταν στο τραπέζι μόνος, σκεπτικός κι αμίλητος. Δίπλα στο σταχτοδοχείο βρισκόταν ακουμπισμένο ένα πιστόλι, το σήκωσε, το ακούμπησε στον κρόταφό του κι έδωσε ένα τέλος στην φαρσοκωμωδία, πατώντας την σκανδάλη. 

Το πρωί είχε μάθει πως ο μεγαλύτερος εκδοτικός οίκος της χώρας, ένα οικονομικό θηρίο,  είχε δεχτεί το μυθιστόρημά του· θεωρούσαν μάλιστα πως θα γίνει παγκόσμια επιτυχία. Το βρήκαν τόσο άρτια γραμμένο, που δεν θα χρειαζόταν καν να το επιμεληθούν. Συζήτησαν κι άλλα σε εκείνο το τηλεφώνημα, για τα ποσοστά, τις παρουσιάσεις και το εξώφυλλο. Από όσα είπαν, δεν θυμόταν τίποτα λίγο αργότερα· ήταν μεθυσμένος από την αναπάντεχη εξέλιξη. Είχε προσπαθήσει άλλες έξι φορές ως τώρα να εκδοθεί ένα δικό του βιβλίο, μήνες και χρόνια ατελείωτης γραφής κι αγωνίας είχε περάσει, όμως μονίμως τον απέρριπταν σε όποιον εκδοτικό οίκο κι αν απευθυνόταν. 

Πέρασαν γύρω στις δύο ώρες μέχρι να ξεδιαλύνει το μυαλό του. Όταν αυτό συνέβη, αποφάσισε γεμάτος υπερηφάνεια να το ανακοινώσει στην οικογένεια και τους οικείους του. Σήκωσε το ακουστικό, πάτησε έναν αριθμό μα ξαφνικά σταμάτησε, έμεινε ακίνητος. Κάτι άρχισε να θυμάται, κάτι που του είχε γλιστρήσει από την μνήμη σαν κέρμα που φεύγει από το μπουλούκι της τσέπης και πέφτει χάμω στην μοκέτα. Αργά - αργά έκλεισε το ακουστικό και τότε, μία φωνή μίλησε μέσα στο κεφάλι του: «Το κείμενό σας είναι ένα αριστούργημα! Με χαρά θα εκδώσουμε το βιβλίο σας! Αρκεί να αφαιρέσετε αυτήν την λέξη». Θυμήθηκε πως συμφώνησε, δεν είχε καν ακούσει τούτο το σημείο, αλλιώς δεν μπορεί, θα αντιδρούσε, δεν θα αποκρινόταν στο εξευτελιστικό αίτημά τους με ένα ξελιγωμένο «ό,τι θέλετε!», που έμελλε να σφραγίσει τελικώς και την συμφωνία τους. 

Πως μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο, αναρωτιόταν τώρα. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού· σκεπτόταν για ατελείωτες ώρες, με τα λεπτά τούτων των ωρών να διαρκούν κι αυτά άλλες τόσες. Η λέξη εκείνη, μια ασήμαντη ομολογουμένως λέξη, πήρε πλέον μια άλλη μορφή. Έγινε η τελευταία νύχτα κάποιου που την επόμενη μέρα, εν αγνοία του, θα πεθάνει. Έγινε το χρωματιστό πουλί, που πρώτο εκείνο διαπέρασε τα δέντρα μέσα από το ξεροκαμμένο δάσος και κανείς δεν ήταν εκεί για να το δει. Έγινε ο δύτης, που καταδυόμενος τόσο βαθιά για να βρει το σπάνιο κοράλλι με το οποίο θα γέμιζε την συλλογή του, ξεχάστηκε στον αχανή σκούρο κόσμο και πέθανε, αδειάζοντας από οξυγόνο. 

Ύστερα σκέφτηκε πως αν αρνιόταν, η διάπλατη πόρτα που τον περίμενε θα γινόταν με μιας ένας τοίχος, που δεν θα άλλαζε ποτέ μορφή. Κανείς δεν θα νοιαζόταν, ούτε οι φίλοι του θα πίστευαν την γενναία του άρνηση. Θα την θεωρούσαν όλοι ένα μάταιο ψέμα ή ακόμη χειρότερα μια ηλίθια αλήθεια. Κάποτε, κάποιος του ‘χε πει: «Τι νόημα έχει η γενναιότητα αν ούτε ένα μυρμήγκι δεν ευνοήσει»; Πήρε στα χέρια του τις σελίδες, ξαναδιάβασε τις τελευταίες γραμμές της ιστορίας του, προσπάθησε να φανταστεί το κείμενο χωρίς την επίμαχη λέξη. Πέταξε τις ασύνδετες κόλλες χαρτί στον αέρα, ύστερα τις μάζεψε ξανά μία - μία προσεχτικά. Διάβασε την τελευταία πρόταση: «Δίπλα στο σταχτοδοχείο βρισκόταν ακουμπισμένο ένα πιστόλι· το σήκωσε, το ακούμπησε στον κρόταφό του κι έδωσε ένα τέλος στην φαρσοκωμωδία, πατώντας την σκανδάλη. Ξύπνησε».

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κύκνειο άσμα...

- Έκθεση -

- Αμαρτωλάγιες σκέψεις -

- Τιποτένιο ποίημα -

Εμφάνεια - Ποιητική Συλλογή (ανθολογήσεις, κριτικές)