Θανάσης Τζούλης: «Νομίζω πως η ποίηση δε θα το βάλει κάτω, δεν έχουμε άλλα υδραγωγεία για την ξηρασία και την ανέχεια».

Πηγή: ologramma.art, αφιέρωμα
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Οκτώβριος 6.2018


Ψυχή παράδοξη και μπερδεμένη, ο καθηγητής ψυχολογίας Θανάσης Τζούλης, ήταν από τους δύσκολους ποιητές μίας πολύπλοκης εποχής. Ακροβατούσε στο ασυνείδητο και την βίωση της πραγματικότητας, γράφοντας υπερρεαλιστική ποίηση και αντλώντας τα θέματά του από την κοινωνία, την οικογένεια, τον θάνατο, τον τόπο. Στον χώρο της εκπαίδευσης και των τεχνών, υπήρξε ακρογωνιαίος λίθος για την Αλεξανδρούπολη και ολόκληρη την Θράκη. Ο ακάματος ηπειρώτης, υπηρέτησε με ζήλο τον χώρο των γραμμάτων, καθώς το διάστημα το οποίο είχε αναλάβει την διεύθυνση του ιστορικού περιοδικού «Εξώπολις»,  άνοιξε  τον δρόμο σε πολλούς νέους ντόπιους λογοτέχνες και καλλιτέχνες και τους βοήθησε να αναδειχθούν. Τα γραπτά του Τζούλη, μιλούν με ένα είδος απαράμιλλης, συμβολικής ευγλωττίας. Ενσταλάζουν κωδικοποιημένα στιγμιότυπα της ζωής και της αντίληψής του. Τα ποιήματά του έχουν έναν ρόλο διττό: είναι ο ψυχολόγος του ποιητή κι η ποίηση του ψυχολόγου. 


«Η αρκούδα που κυνηγά τον άνθρωπο
ποιος ξέρει αν δεν ήταν άνθρωπος
και φοβάται μη ξαναγίνει;»


Αυτή η λογοτεχνική συνδιάλεξη, του εαυτού ποιητή και του εαυτού ψυχολόγου, άλλοτε τραχιά κι άλλοτε υποσκάπτουσα, είναι θεόρατη και στις δύο εκφάνσεις του Τζούλη. Το χώμα, τα νεκρά κορμιά, τα σπίτια που παίρνουν μια ανθρώπινη υπόσταση, τα χρώματα, τα στοιχειά και τα στοιχεία της φύσης, αποκτούν μία “εργαλειακή” μορφή στην ποίησή του. Η ανάγνωσή της απαιτεί, θα έλεγα, ένα ρίζωμα των λέξεων-εννοιών μέσα μας και μια μελέτη της ψυχής. Άλλωστε κι ο ίδιος άντλησε έμπνευση από τις δικές του ρίζες στην Ήπειρο· από τα χωριά, από ένα δέντρο, μία βρύση, τα σύννεφα. Καθοριστικής σημασίας ήταν και τα βιώματα της παιδικής του ηλικίας σε μια εμφυλιακή εποχή, γεμάτη αβεβαιότητες και αναταράξεις. Καθηγητής Ψυχαναλυτικής Ψυχολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ο Τζούλης, έδινε συχνά σε έννοιες όπως ο χρόνος, ο θάνατος, ο έρωτας, μία ύπαρξη και μια θέληση, ένα σώμα και μια συμπεριφορά, σαν να καθόντουσαν απέναντί του και να μιλούσαν μέσα από τις λέξεις του.


«Γι’ αυτό τα σπίτια είναι έξω από τους τέσσερις τοίχους
όπως τα ζωντανά του κατωγιού που ξενυχτούν
απλωμένα στα γειτονικότερα βουνά
κι έρχεται ο νεκρός γείτονας που τα μετράει κάθε νύχτα
φυσώντας από μέσα του μια φλόγα

να τον γνωρίζουν και να χάνονται»


Ο πρώτος που τον ανθολόγησε ήταν ο σπουδαίος συγγραφέας, φιλόλογος και κριτικός της λογοτεχνίας Ρένος Αποστολίδης, όταν ο Τζούλης νεαρός τότε, ασχολείτο με το περιοδικό «Ενδοχώρα». Στο έργο του συγκαταλέγονται τα βιβλία: «Σπόνδυλοι», εκδ. Δίφρος 1961, «Ισθμός», εκδ. Κέδρος 1975, «Ρινόκεροι», εκδ. Κέδρος 1975, «Απόγευμα των μύρων», εκδ. Εγνατία 1977, «Αμφίβια» εκδ. Εγνατία 1980, «Η γλώσσα του Αδάμ» εκδ. Εγνατία 1982, «Όταν ο Θεός εις το σώμα έλθει πολύς» εκδ. Καστανιώτης 1990, «Και γάμον Έβρου του ποταμού», εκδ. Μανδραγόρας 1996. 
Τα δοκίμια: «Approche psychopathologique de Kafka» (Aix-en-Provence 1976), «L'ecriture de Kafka et la demande interdite» (Aix-en-Provence 1979), «Το ασυνείδητο και η συμβολική τάξη: από τον Freud στον Lacan», Αθήνα 1985, «Η συναισθηματική μεταβίβαση στην ψυχαναλυτική θεραπεία και μια αναφορά στον Κώο γιατρό Απολλωνίδη», Κομοτηνή 1985, «Μελετήματα για την ψυχανάλυση» εκδ. Μπαρμπουνάκης Θεσσαλονίκη 1992, «Ψυχανάλυση και λογοτεχνία» εκδ. Οδυσσέας  Αθήνα 1993 (β' έκδοση: 1996). Το έργο του «Ισθμός», μεταφράστηκε και εκδόθηκε στη Γαλλία («Isthme», 1988). Ήταν μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.


«Γεμίζουν τρίχωμα τα πράγματα στις γωνίες 
που έχασαν τη λαβή σου
και λέω να πάρω τις συνήθειές σου / σιτεμένες μέσα μου
και σκεύη που βήχουν

αζήτητα νυχτωμένα στο λαιμό μας 
και να τα φέρω κάτω από το χώμα σου
με τις ζυμώσεις σου ανοιχτές / και τα χνότα σου 
να με οργώνουν

γιατί είναι αδύνατο να συνηθίσω
πως πέθανες σ’ όλες τις λέξεις»


Γεννημένος στην Ήπειρο το 1932, σπούδασε παιδαγωγικά και συνέχισε τις σπουδές του στην ψυχολογία, την ψυχανάλυση της τέχνης και τη σύγχρονη λογοτεχνία στο Αix-en- Provence της Γαλλίας. Έγινε διδάκτωρ ψυχολογίας με την εργασία του πάνω στην ανάγνωση του έργου του Κάφκα· η διδακτορική του διατριβή είχε ως θέμα την επιθυμία και την απαγόρευση στο έργο του Φραντς Κάφκα. Ήταν μέλος της εκδοτικής ομάδας του λογοτεχνικού περιοδικού των Ιωαννίνων «Ενδοχώρα». Στην Αλεξανδρούπολη το 1997,  εξέδωσε και διηύθυνε το περιοδικό λόγου και τέχνης «Εξώπολις». Εργάστηκε ως διευθυντής στη Ζαρίφειο Παιδαγωγική Ακαδημία Αλεξανδρούπολης, ως επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας, αναπληρωτής καθηγητής και αργότερα ως καθηγητής πρώτης βαθμίδας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Είκοσι χρόνια παρέμεινε αφοσιωμένος πανεπιστημιακός  στην ακριτική Αλεξανδρούπολη, όπου επί των ημερών του, έγινε επίτιμος διδάκτορας ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Απεβίωσε σιωπηλά στις 23 Φεβρουαρίου 2010, σε ηλικία 78 ετών και κηδεύτηκε στη γενέτειρά του.


«Κάτω από τη χλόη των άκρων του και τις βροχές
και κυρίως στις κουφάλες του υπογάστριου
ο ποιητής κρύβει φόνους κουναβιών
που θα συντελεστούν στις αμοιβές του χειμώνα

γιατί ένας ποιητής μ’ ανοιχτά σπλάχνα
είναι τόπος παγιδευμένος απ’ τους κυνηγούς

όπως και κάθε πηγή μες στους δρυμούς»


Πιστός στις αρχές του και στην πεμπτουσία της ανθρώπινης πίστης, την αλληλεγγύη, ο Θανάσης Τζούλης, στήριζε με όλες του τις δυνάμεις τους Ελληνοπόντιους μετανάστες και τους Πομάκους. Προσέφερε δωρεάν τις επιστημονικές γνώσεις του σε συνεδρίες στηρικτικής ψυχαναλυτικής και οικογενειακής συμβουλευτικής, σε μουσουλμάνες της Θράκης. Συχνά στηλίτευε την γραφειοκρατία, τα κέντρα των αποφάσεων, την ελλιπή στήριξη του κράτους στον τομέα της παιδείας και όχι μόνο, στα ακριτικά μέρη. Κύριο μέλημά του, ήταν να προωθεί κάθε τί που διεύρυνε τους ορίζοντες της τέχνης. Συχνά, τόνιζε: «Μη ξεχνάτε πως είμαι δάσκαλος με σαραντάχρονη εμπειρία λόγου και διαλόγου με τα παιδιά∙ είναι το ιερό τέμπλο μου τα πρόσωπά τους…». Για τις λέξεις των ποιημάτων του σημείωνε: «Έχουν εσωτερικευτεί, έχουν ταμιευτεί μέσα από όλες τις αισθήσεις μου και όλους τους πόρους του κορμιού μου. Είναι το “μάγμα” μου για να πω μια λέξη του Kαστοριάδη».


«Οι νεκροί / σκίζουν το καταπέτασμα / του σπιτιού μας.
Κρεμάστε τα πορτραίτα / και μη βροντάτε 
τα έπιπλα.
Τα νερά είναι ζεστά από το σώμα τους.
Μη βροντάτε τα χέρια / και φαίνονται άδεια.
Οι νεκροί πέφτουν από τα σύννεφα 
και γεμίζουν το σπίτι μας,
τα νερά στάθηκαν έκπληκτα στην πόρτα, 
δεν άφησαν ακόμα την κραυγή τους.
Μες στα νερά χάσαμε τα πόδια μας,
κρατείστε τα κουπιά των νεκρών.»


Όπως προαναφέρθηκε, ο Τζούλης, στήριξε και βοήθησε στην αποδοχή του έργου πολλών νέων καλλιτεχνών της εποχής - μία εξ’ αυτών είναι και η Σύνη Αναστασιάδη, η οποία συγκαταλέγεται στις σπουδαιότερες ελληνίδες ζωγράφους. Την ευχαριστώ θερμά που ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά μου και με συγκίνηση και σεβασμό, μου είπε δυο λόγια για τον μέγιστο ποιητή και άνθρωπο Θανάση Τζούλη: «Η γνωριμία μου με τον Θανάση Τζούλη, η αποδοχή της φιλίας και της αγάπης μου από εκείνον, είναι τα ανεκτίμητα δώρα που μου προσέφερε. Φωτεινά τα χρόνια που μας χάρισε και μας χαρίζει, με το τεράστιο έργο του και το μεγαλείο της ψυχής του!» 


Πηγή: biblionet.gr

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κύκνειο άσμα...

- Έκθεση -

- Αμαρτωλάγιες σκέψεις -

- Τιποτένιο ποίημα -

Εμφάνεια - Ποιητική Συλλογή (ανθολογήσεις, κριτικές)