Η Φυλακη

του Κωνσταντίνου Σύρμου
Σεπτέμβρης 13.2016


Είναι τέσσερις η ώρα τα ξημερώματα, μια φωνή ακούω να μιλά στα αγγλικά ακατάπαυστα από ένα live streaming που έχω για παρέα στον υπολογιστή μου να παίζει. Δεν δίνω σημασία στο τι λέει. Πότε γελά, πότε ουρλιάζει πότε σιωπά για μερικά δευτερόλεπτα. Στα δεξιά μου η τηλεόραση γράφει σε μια ένδειξη που κάθε δευτερόλεπτο αλλάζει θέση επάνω στην οθόνη πως «Δεν υπάρχει σήμα». Το μυαλό μου το βασανίζουν και τα λόγια του Πεσσόα* από το βιβλίο που διάβαζα νωρίτερα, λόγια συχνά ακαταλαβίστικα που με μπερδεύουν και με έλκουν, ξέρω πως πολλές φορές λέει κάτι καταπληκτικό, δεν το κατανοώ το τι λέει, ή το καταλαβαίνω εν μέρει, μα αυτήν την εντύπωση μου δημιουργεί, πως τώρα κάτι πολύ σπουδαίο είπε κι έτσι ταυτίζομαι με το ακατανόητο του λογισμού του.

Είμαι μοναχικός, σκέφτομαι τώρα. Σήμερα όμως γιατί έδωσα το τηλέφωνο μου σε κάποια άγνωστη; Και γιατί περίμενα να με πάρει ως τώρα με τόση ανυπομονησία; Αν έπαιρνε θα το έκλεινα, δεν θα της μιλούσα, ήθελα μόνο να πάρει. Σαν ένα φαγητό που σε χορταίνει μόνο η μυρωδιά του. Ανοίγεις το παράθυρο, ο αέρας σε γαληνεύει μα έξω δεν θέλεις να βγεις. Είμαι ένας νέο είδος ζώου που οφείλει να εκλείψει. Θυμάμαι την ταινία του Κάρπεντερ* όπου ο ήρωας φορώντας κάποια ειδικά γυαλιά, έβλεπε τους μεταμορφωμένους σε ανθρώπους εξωγήινους, με την αληθινή τους αλλόκοτη μορφή και ταυτίζομαι πάλι, μόνο που εγώ δεν χρειάζομαι γυαλιά, εγώ πρωταγωνιστώ στην ζωή μου, εγώ δεν βλέπω τους ανθρώπους μόνο αλλόκοτους. Πολλά «εγώ» για Έναν. Βλέπω την στενοχώρια του δέντρου στο πεζοδρόμιο, αισθάνομαι την μοναξιά του μέσα στις μαρμάρινες πλάκες, την θλίψη για τα τσαλαπατημένα από σόλες και ρόδες φύλλα του κι αυτή η αλυσίδα γύρω του που κλειδώνει το γερμένο ποδήλατο επάνω στον φλοιό του, το καίει. Ακούω τον ασταμάτητο θόρυβο των ηλιαχτίδων που συγκρούονται στο τσιμέντο, ακούω και τον θρήνο τους, όταν διαπερνώντας μέσα από χαραμάδες ή από μισάνοιχτες κουρτίνες συναντήσουν κάποιο λουλούδι μέσα στο βάζο με το νερό. Ένα λουλούδι μέσα σε ένα βάζο με νερό, είναι ένας άνθρωπος νεκρός που φορά μάσκα οξυγόνου. Είπα τι βλέπω, είπα τι ακούω, δεν μυρίζω τίποτα για να πω κάτι, δεν μυρίζει τίποτα από την φύση φτιαγμένο στις πόλεις, βρωμά μόνο, βρωμούν οι σκέψεις των ανθρώπων που περνώ δίπλα τους, που συναναστρέφομαι, μου την μεταδίδουν και με πνίγει η δυσοσμία τους. Ένα βαρύ, ασήκωτο φορτίο με μονάδα μέτρησης την πίεση στην ψυχή μου, που κοντεύει να φτάσει την ψυχή μου ως το δέρμα μου, να γίνω σαν αυτούς.

Κοιτώ την τηλεόραση, συνεχίζει με τον ίδιο τρόπο να προβάλει το μήνυμά της,  μόνο που τώρα γράφει «Δεν υπάρχει νόημα». Τα μάτια μου παραξενεύονται. Η φωνή που μιλούσε στον υπολογιστή σταμάτησε προ πολλού, είμαι το ίδιο μόνος όπως πριν, όταν μίλαγε, ούρλιαζε, μιλούσε. Μόνο ο Πεσσόα έμεινε απαράλλαχτος να λέει μέσα στον νου μου με την φωνή του: «Η ζωή για μένα είναι ένα πανδοχείο όπου πρέπει να σταθώ έως ότου έρθει η ταχυδρομική άμαξα για την άβυσσο. Δεν ξέρω που θα με πάει γιατί δεν ξέρω τίποτα. Θα μπορούσα να δω αυτό το πανδοχείο σαν μια φυλακή, γιατί είμαι υποχρεωμένος να περιμένω εκεί μέσα˙ θα μπορούσα και να το θεωρήσω σαν ένα χώρο ευχάριστης κοινωνικής συναναστροφής γιατί εκεί συναντιέμαι με άλλους ανθρώπους».

Θα μπορούσα να δω την διάρκεια της ζωής σαν τον προαυλισμό των φυλακισμένων. Χωρίς ειδικά γυαλιά, μόνο με ειδικά μάτια βλέπω το συρματόπλεγμα γύρω από την γη, ναι είναι το διάστημα, και τα αστέρια οι προβολείς των φυλακίων. Η ενοχλητική και μοιραία μου αγωνία, που κυλά μέσα στους νευρώνες του εγκεφάλου μου, σαν την στάλα του ιδρώτα που τρυπά τον αυχένα μου την πιο ζεστή ημέρα του κόσμου κι η παλάμη δεν φτάνει να την συντρίψει, είναι αν ο θάνατος είναι η επιστροφή του φυλακισμένου στο κελί ή η απόδρασή του.


·  Φερνάντο Πεσσόα (1888 – 1935). Πορτογάλος ποιητής.
·  Τζον Κάρπεντερ (1948 - … ). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός, μοντέρ και συνθέτης.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κύκνειο άσμα...

- Έκθεση -

- Αμαρτωλάγιες σκέψεις -

- Τιποτένιο ποίημα -

Εμφάνεια - Ποιητική Συλλογή (ανθολογήσεις, κριτικές)