Μαύρη τρύπα

Πηγή: entropiaradio
του Κωνσταντίνου Σύρμου
Σεπτέμβρης 22.2017


Μετά που το μόνιτορ ξέμεινε να δείχνει μόνο μια ευθεία γραμμή για πολλή ώρα. Μετά που οι χτύποι της καρδιάς σίγησαν και μαζί κάθε πόνος. Πήρε την πρώτη του ανάσα σε έναν καινούριο κόσμο. Ξαλαφρωμένος από το άγχος που είχε όσο ζούσε μήπως και πεθάνει, ελεύθερος από το βάρος των συνεπειών της κάθε πράξης του, από τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας και των πεποιθήσεών του. Έφυγε. Διαπέρασε περπατώντας με το άυλο σώμα του τοίχους, δέντρα, σταθμευμένα αυτοκίνητα, τζαμαρίες, ώσπου έφτασε σπίτι του, ήταν άδειο, μετά πήγε στην δουλειά του, έλειπαν και από εκεί όλοι, λες και όλοι να εξαφανίστηκαν μετά τον χαμό του. Τέλος, ανέβηκε στην ταράτσα του υψηλότερου κτιρίου να δει τον κόσμο από ψηλά, απαλλαγμένος πλέον κι από την υψοφοβία του.

Κάθισε στο στηθαίο, δεν κοίταξε χαμηλά αν και για αυτό είχε ανέβει όλα εκείνα τα σκαλοπάτια. Θα έπαιρνε το ασανσέρ μα το δάχτυλό του –όσο κι αν προσπαθούσε- βυθιζόταν μέσα στο κουμπί χωρίς εκείνο να πατιέται. Αυτό του θύμισε κάτι από την ζωή του.   «Δεν έχω κανέναν να μιλήσω, δεν συνάντησα κανέναν, τίποτα δεν μπορώ να αγγίξω, να πιω, να φάω… Μήπως φταίει που δεν πίστευα στον Θεό και  είμαι εδώ ακόμη»; Είπε. Δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια, για λίγο έστω, να  κάνει αυτή την κίνηση των βλεφάρων που ποτέ ως τώρα δεν είχε διανοηθεί την αξία της. «Τι περίεργο… τα μάτια, το βλέμμα, ποτέ δεν σταματούν τελικά εν ζωή, απλώς καλύπτονται, απλώς σκεπάζονται, και τώρα; Τίποτα,  κι αν αυτό το τίποτα που ζω πεθαμένος είναι το για πάντα που ευχόμουν να ζήσω; Κάτι πρέπει να κάνω, να απασχοληθώ, πως περνάει το για πάντα; Πόσο διαρκεί»;

Δεν θα έχει ένα φίλο, έναν εξομολόγο, έναν εχθρό. Πού θα εκμυστηρεύεται; Ποιον θα καταριέται; Ούτε θα καπνίζει του πάρθηκε κι αυτό, δεν πειράζει, το συγκεκριμένο δεν είναι και κακό, το τσιγάρο άλλωστε τον είχε ξεκάνει. Να κάτι θετικό, συλλογίστηκε. Έτσι πρέπει, θετική σκέψη χρειάζεται, χμ… θα μπορούσα να ταξιδέψω, δεν κουράζομαι άρα μπορώ να πάω παντού και τζάμπα! Χα! Τελικά δεν είναι τόσο άσχημα τα πράγματα! Θα δω τόσα πολλά μέρη! Άραγε, θα μπορώ να περπατήσω στην θάλασσα; Σαν τον Ιησού! Πλάκα θα είχε. Χαμογέλασε, μα ξαφνικά σοβάρεψε, άρχισε να κλαίει, να κλαίει δυνατά. Να κλαίει δίχως δάκρυ, σαν το γεμάτο με νερό ποτήρι που, το γυρνάς ανάποδα και δεν χύνεται στάλα, και δεν ανακουφίστηκε στιγμή, όσο κι αν έκλαψε. «Τι έπαθα γαμώτο… τι είμαι, τι έγινα…;»

Ξάπλωσε πάνω στο μπετόν, η ραχοκοκαλιά του μόνο ακουμπούσε και ισορροπούσε. Τα χέρια του κρέμονταν στο πλάι δεξιά κι αριστερά κι ήταν σαν βάρκα το σώμα του και τα κουπιά - χέρια του βουτηγμένα στον αέρα, έτοιμα να τον ταξιδέψουν. Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό του αναμνήσεις, θυμήθηκε την μουσική που τον έκανε να χτυπιέται, τα νεύρα του που τον έκαναν να χτυπάει. Τις αγαπημένες του ταινίες με φαντάσματα, είχε δει εκατοντάδες από δαύτες μα μόνο τώρα -που ήταν κι ο ίδιος ένα τέτοιο- του ήρθε η εξής αόριστη μα και οριστική σκέψη: «Πως είναι δυνατόν τα φαντάσματα να διαπερνούν το μπετόν, το δέρμα, το ξύλο, το τζάμι, αλλά ποτέ να μην βουλιάζουν στο έδαφος; Στα σκαλιά"; Συνοφρυώθηκε, κατάλαβε τι είχε συμβεί, κι έτσι απλά, χωρίς να το σκεφτεί γύρισε το σώμα του  προς το κενό, βούτηξε σε μια τεράστια μαύρη τρύπα που είχε ανοίξει ξαφνικά κάτω στον άδειο δρόμο χωρίς να την αντιληφθεί. Ύστερα από λίγο ακούστηκε το πρώτο του κλάμα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κύκνειο άσμα...

- Έκθεση -

- Αμαρτωλάγιες σκέψεις -

- Τιποτένιο ποίημα -

Εμφάνεια - Ποιητική Συλλογή (ανθολογήσεις, κριτικές)