Λογίων και καλλιτεχνών το ανάγνωσμα



Νίκος Βέλμος – Βογιατζάκης (1890-1930)
(επιμέλεια: Βαγγέλης Ψαραδάκης)
"Πηγή:  http://www.poiein.gr"

Ξένες σκέψεις, ξένες λέξεις, ξένα έργα, ξένα φερσίματα,
να με τι παλεύει η ζωή του Έλληνα λογίου και καλλιτέχνη.

Καλύτερα, πολύ καλύτερα, ν’ ανήκει κανείς στον κύκλο των αποπατοκαθαριστών, παρά στον καλλιτεχνικό και λογογραφικό κύκλο των Ελλήνων. Εκείνα που λέει κι εκείνα που κάνει δεν λέγονται. Ό,τι κακό κι αν πει κανείς γι’ αυτόν, είναι λίγο. Όσο σκληρά κι αν του φερθεί, έχει δίκιο. Κύκλος που ζει για την εντύπωση, με ιδανικό του το χρήμα, που περιφρονεί τον αφανή και θαυμάζει τον τραπεζίτη, κύκλος που ’χει πάντοτε για γνώμη του τη γνώμη του άλλου, που μεταμελείται μέχρι θανάτου για τα έργα του, κύκλος που όλα τα πουλεί, όλα τα συμβιβάζει, μα και όλα τα εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του.

Καλύτερα, πολύ καλύτερα, να διαφωνήσει κανείς μ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα, παρά μ’ έναν Έλληνα καλλιτέχνη. Δυσφημεί με τέτοιο τρόπο, πιστεύεται τόσο εύκολα όταν βρίζει. Ναι, ναι, περισσότερο ο κόσμος οφείλει τη δυστυχία του στους καλλιτέχνες παρά στους Θεούς, στους βασιλιάδες και στους κυβερνήτες. Δούλοι, δούλοι, μόνον δούλοι είναι, των ιδεών που περνούνε, και μάλιστα οι ταπεινότεροι δούλοι. Γι’ αυτό είναι και στους δυστυχισμένους οι πιο βλαβεροί. Άλλα λένε, κι άλλα κάνουν. Ένα ψέμα τους αλλάζει. Ζουν ανανεώνοντας το ψέμα. Στα ξαναζωντανεμένα ψέματα βρίσκουνε τη χαρά.

Όταν ακούνε, δίκαια ή άδικα, να τους βρίζουν έναν του κύκλου τους, αγάλλονται, ακούνε με προθυμία. Ξεπέφτουν από τη λύπη τους άμα τους τον επαινούν. Για την ασκήμια μαλώνουν, και στην ασκήμια βρίσκουν μονάχα την ησυχία. Τίποτε δεν μπορούν ν’ αρνηθούν, γι’ αυτό και τίποτε δεν πιστεύουν. Μασκαρεύονται κάθε τόσο μ’ ένα ξένο μεγαλείο που δεν τους πάει. Σοβαρούς έχουν όσους δεν μιλούν, όσους λεν ανοησίες άμα μιλούν. Όταν κινδυνεύουν συνασπίζονται και με τον εχθρό τους, όταν είν’ ασφαλισμένοι τον βρίζουν.

Όλη τους η τέχνη στηρίζεται σε λέξεις, σε κακές επαναλήψεις, στα μικρότερα πράγματα. Η ζωή τους εξαρτάται από το τι θα πει γι’ αυτούς ο ένας κι ο άλλος. Στην αξία τους πιστεύουν όσο ακούγονται, όσο κουδουνίζουν στις τσέπες τους λίγα μονόλεφτα. Μόλις ακουστούν, κάνουν εκείνο που σ’ άλλους έβριζαν. Περιφρονούν όσους επλησίαζαν. Άμα πάψουν να παίζουν γι’ αυτούς τα φύλλα του φαρμακερού δέντρου της δημοσιογραφίας, αμφιβάλλουν για την αξία τους και τότε σιμώνουν κάθε λογής άνθρωπο, ζητιανεύοντας με χίλιους τρόπους την εκτίμησή του, που κρατάει μέσα τους μονάχα τόσο διάστημα όσο τον έχουν μπρος τους. Για ν’ αρέσουν σ’ όλους, δουλεύουν για όλους, ό,τι αρέσει σ’ όλους.

Κάθε τι τους μεταβάλει. Μιμούνται το κάθε τι. Μιμούνται σ’ όλα όσους εκτιμά ο κύκλος τους, που πάντα θα ’ν’ αυτοί που εκτιμά κι ο κόσμος. Με τα ψέματα, με τους εκβιασμούς, με τις ξένες ιδέες φαίνονται. Διαρκώς το δίκιο ζητούν από την αδικία, διαρκώς εμποδίζουν τον άλλο ανοίγοντας λάκκους στο δρόμο της επιτυχίας του. Δεν καταλαβαίνουν, όσο κι αν ζήσουν, πως εμποδίζοντας τον άλλο, εμποδίζουν και τον εαυτό τους. Πάντα επαινούν μπροστά όσους βρίζουν πίσω. Αλίμονο αν τους πάρεις τον αέρα. Άμα ξεπέσουν στη συνείδησή τους, για να πιστέψουν πως είναι κάτι, βρίζουν τους πιο αδύνατους, τους πιο αδικημένους, τους πιο φτωχούς. Βρίζουν όσους η ανοησία καταδίκασε στην πιο μεγάλη ανέχεια. Βρίζουν, βρίζουν, βρίζουν.

Καλύτερα, χίλιες φορές καλύτερα, να βρεθεί κανείς σε κύκλο ηλιθίων παρά λογίων, σε κύκλο κακών παρά καλλιτεχνών. Μιλούν και δουλεύουν για την ασκήμια και το άδικο με τέτοιο τρόπο, που είν’ επικίνδυνοι και στον πλέον σταθερό ιδεολόγο. Γιατί δεν έχουν πεποίθηση στον εαυτό τους, φοβούνται την επίκριση και αγοράζουν με χίλια μέσα τη φιλία όσων έχουν την μεγαλύτερη πέραση. Όλοι μαζί μιλούν άμα συναντηθούνε. Όλοι κοιτάζουν ν’ αρέσουν, στους πλούσιους ν’ αρέσουν, σαν τις γυναίκες ν’ αρέσουν. Ν’ αρέσουν για να κάμουν εντύπωση, όπως όπως. Με βρωμόλογα ή ανοησίες, με ψευτόλογα ή σάχλες, μ’ ευθυμία ή με λύπη, με θόρυβο ή με σιωπή. Να κάνουν εντύπωση για να πληρωθούνε, να πληρωθούνε για να κάνουν εντύπωση.

Με πόσο ενδιαφέρον αδιαφορούν για ό,τι τους βλάπτει, δεν λέγεται. Ο ένας τον άλλον τρομάζει και, σαν τον πλούσιο, δεν έχουν καμιά ιδεολογία γιατί ο πλούτος τους πηγάζει από την ανιδεολογία. Ένας απ’ τους σκοπούς της ζωής τους είναι και η ομιλία. Πόσα πράγματα που τους συγκινούν τα μεσάνυχτα, ξεχνούνε πριν φέξει, πόσα κλάματα κάνουν για μια χαρά, και πόσα γέλια για τα κλάματα που κάναν. Το απλό το ’χουν για συνηθισμένο και το ασυνήθιστο γι’ ανόητο. Η ανωνυμία τους τρομάζει, τους σαστίζει, τους βουβαίνει. Για ν’ ακούγονται, για να τους φοβούνται, και για να τα ’χουν όλα δικά τους, γίνονται δημοσιογράφοι. Καμιά στιγμή δεν είν’ ευχαριστημένοι. Διαρκώς ζητούν την ευχαρίστηση. Κάτι που δεν ξέρουν, κάτι που τους λείπει πάντα ζητούν. Την αλήθεια. Και όμως, η μεγαλύτερη αλήθεια γι’ αυτούς είναι ότι λένε διαρκώς ψέματα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Κύκνειο άσμα...

- Έκθεση -

- Αμαρτωλάγιες σκέψεις -

- Τιποτένιο ποίημα -

Εμφάνεια - Ποιητική Συλλογή (ανθολογήσεις, κριτικές)